πάντως

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντως Medium diacritics: πάντως Low diacritics: πάντως Capitals: ΠΑΝΤΩΣ
Transliteration A: pántōs Transliteration B: pantōs Transliteration C: pantos Beta Code: pa/ntws

English (LSJ)

Adv., (πᾶς)

   A in all ways, ἄλλως τε π. καὶ... i.e. especially (since)... A.Pers.689, Eu.726, Pl.Ap.35d; σκιδνάμενον πάντῃ π. Parm.2.3; περιφέρεσθαι καὶ π. φέρεσθαι Pl.Cra.411b, cf. Grg.527a: in Hom. always folld. by οὐ, in no wise, by no means, Il.8.450, Od.19.91, al.; πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν A.Pr.335, cf. Hdt.5.34, Pl.Grg.497b, etc.: without οὐ first in Parm. l.c., A. (v. supr.); ἔδεε πάντως it was absolutely necessary, Hdt.1.31; εἰ δὴ δεῖ γε π. Id.7.10. θ; π. θελῆσαι to wish at all hazards, Id.2.42; εἰ π. ἐλεύσονται if they positively will go, Id.6.9; π. κου πυνθάνεαι no doubt, Id.7.157: with an Adj., π. ἀναρίστητος Alex.233: freq. with πᾶς or its derivs., Th.7.87, Pl.Criti.107d, al.; cf. πάντῃ 11.    II in strong affirmations, at all events, at any rate, A.Pr.16, Hdt.5.111, Pl.Ap.33d, 1 Ep.Cor.9.22, etc.; so νηστεύωμεν δὲ π. Ar.Th.984 (lyr.); π. κρέ' ἡμῖν ἐστίν Ephipp.15.11; π. γε μήν Ar.Eq.232; π. δήπου Id.Th.805; assuredly, opp. ἴσως, Jul. Or.7.222a; παρήγγειλά σοι ὅτι μὴ ἀπέλθῃς... καὶ ἀπῆλθες π. and you did (emphat.), Sammelb.7249.5 (iii/iv A. D.); τάχ' οὖν . . μᾶλλον δὲ π. nay rather I am sure, Herod.7.89; π. ὅτι . . evidently because... Dam.Pr.96 (but, it follows that... ib.86).    2 c. imper., in command or entreaty, Hdt.1.156, etc.; ἀλλ' ἐμοὶ πείθεσθε π. do but obey me, Eup.357; π. παρατίθετε just put on the table, Pl.Smp. 175b; καὶ τὸ ἱερεῖον δὲ π. ἡμῖν ἀπόστειλον be sure to send... PCair.Zen.191.14 (iii B. C.).    3 in answers, by all means, no doubt, Pl.R.574b; πάντως γάρ . . Ar.Pl. 273; π. δήπου And.1.102, Pl.Phd.75e, etc.

German (Pape)

[Seite 465] adv. zu πᾶς, gänzlich, durchaus; bei Hom. immer mit folgdm οὐ, durchaus nicht, auf keine Weise, Il. 8, 450 Od. 19, 91. 20, 180; πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν, Aesch. Prom. 333, vgl. 1055, öfter; Soph. Ai. 1068; Eur. Med. 854 u. öfter; u. in Prosa, ἐπιστάμενον πάντως, Her. 1, 3; οὐδὲν πάντως, 5, 34. 65; Plat. Rep. X, 611 d mit πάντη vrbdn, s. oben; ἄλλως τε πάντως, Aesch. Prom. 639 Pers. 675 Eum. 696, wie Plat. Apol. 35 c. In der Antwort nachdrücklich bejahend, allerdings, Plat. Rep. IX, 574 b Xen. Cyr. 8, 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πάντως: Ἐπίρρ. (πᾶς) βεβαίως, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἑπομένου οὐ, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, οὐδαμῶς, Λατιν. omnino non, πάντως … οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ’ ἐν Ὀλύμπῳ Ἰλ. Θ 450, Ὀδ. Τ. 91, κλ.· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 5. 34, κλ.· - ἄνευ τοῦ οὐ, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἔδεε πάντως, ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος, ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον, 1. 31· εἰ δὴ δεῖ γε π. ὁ αὐτ. 7. 10, 8· π. ἐθέλειν, ἐπιθυμεῖν κατὰ πάντα τρόπον, 2. 42· εἰ π. ἐλεύσεσθε, ἐὰν ἐξ ἅπαντος θὰ ἔλθητε, 6. 9· π. κου πυνθάνεαι, ἀναμφιβόλως, 7. 157· μετ’ ἐπιθ., π. ἀναρίστητος Ἄλεξις ἐν «Καταψευδομένῳ» 4· - συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ πᾶς ἢ ἄλλου παραγώγου ἐκ τοῦ πᾶς, Πλάτ. Κριτί. 107D, κ. ἀλλ.· ἴδε πάντῃ II. ΙΙ. ἐπὶ ἰσχυρᾶς βεβαιώσεως, ἐξ ἅπαντος, χωρὶς ἄλλο, Ἡρόδ. 1. 156., 5. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 16, Πλάτ. Γοργ. 497Β· οὕτω, νηστεύομεν δὲ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 984· π. κρέ’ ἡμῖν ἐστιν Ἔφιππος ἐν «Ὀβελιαφόροις» 1. 11· οὕτω π. γε μὴν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 232· π. δήπου ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 805· - ἄλλως τε πάντως καὶ …, μάλιστα δὲ ... (πρβλ. ἄλλως Ι. 3), Αἰσχύλ. Πέρσ. 689, Εὐμ. 726, κτλ.· τάχ’ ἄν - μᾶλλον δὲ πάντως Ἡρώνδ. VII, 89. 2) οὕτω μετὰ τῆς προστ., ἐπὶ διαταγῆς ἢ παρακλήσεως, ἀλλ’ ἐμοὶ πείθεσθε πάντως, μόνον πείσθητε εἰς ἐμέ, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 1. 7· π. παρατίθετε, μόνον βάλλετε ἐπὶ τῆς τραπέζης, Πλάτ. Συμπ. 175Β. 3) ἐν ἀποκρίσεσι, μάλιστα, βέβαια, ἐξ ἅπαντος, χωρὶς ἄλλο, ὡς τὸ πάνυ, Πλάτ. Πολ. 574Β· οὕτω, πάντως γὰρ ... Ἀριστοφ. Πλ. 273· π. δήπου Ἀνδοκ. 13, ἐν τέλ., Πλάτ. Φαίδων 75Ε, κλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 complètement, tout à fait, absolument ; πάντως οὐ absolument pas, d’aucune façon ; particul. dans les réponses certes, c. πάνυ : πάντως δήπου très certainement;
2 dans tous les cas, du moins.
Étymologie: πᾶς.

English (Autenrieth)

by all means, and w. neg. ‘by no means.’

English (Slater)

πάντως
   1 by all means, at all costs τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν (P. 4.75)

English (Strong)

adverb from πᾶς; entirely; specially, at all events, (with negative, following) in no event: by all means, altogether, at all, needs, no doubt, in (no) wise, surely.