ἀχάλινος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάλῑνος Medium diacritics: ἀχάλινος Low diacritics: αχάλινος Capitals: ΑΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: achálinos Transliteration B: achalinos Transliteration C: achalinos Beta Code: a)xa/linos

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A unbridled, στόματα E.Ba.386 (lyr.), cf. HF382 (lyr.), Ar.Ra.838, Pl.Lg.701c; ἀχάλινα λέγειν APl.4.223; ἀ. ὑπ' ἀργύρου, i.e. uncorrupted by bribes, IG9(1).270 (Atalante): neut. pl. as Adv., E.HF l.c.

German (Pape)

[Seite 417] zügellos, ἵππος Eur. Herc. f. 383; Plut. Aem. P. 18; übertr., frech, στόμα Plat. Legg. III, 701 c; Eur. Bacch. 385; ἀχάλινα λέγειν Ep. ad. 255 (Plan. 223).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλῑνος: -ον, ἄνευ χαλινοῦ, στόμα Εὐρ. Βάκχ. 385, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838, Πλάτ. Νόμ. 701C· ἀχ. ὑπ' ἀργύρου, ὅ ἐ. ὁ μὴ διαφθαρεὶς διὰ δώρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 855. 7. ― Ἐπίρρ. -νως Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans frein.
Étymologie: ἀ, χαλινός.

Spanish (DGE)

-ον
1 desbocado, desenfrenado ταῦρος Nonn.D.28.14, neutr. plu. como adv. ἀχάλιν' ἐθόαζον de los caballos de Diomedes, E.HF 383
fig. desenfrenado, irrespetuoso στόμα(τα) E.Ba.386, Ar.Ra.838, Lyr.Adesp.119.17, Pl.Lg.701c, cf. Heraclit.All.78, λόγοι Ael.Fr.228, ἀναιδείη Opp.H.5.368
neutr. como adv. ἀχάλινα λέγειν AP 16.223.
2 fig. que no se deja dominar ὑπ' ἀργύρου IG 9(1).270.7 (Opunte III a.C.).

Greek Monolingual

ἀχάλινος, -ον (Α) χαλινός
1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος
α) «ἀχάλινα στόματα»
β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα)
2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος.