ἀπαγορεύω
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
mostly in pres. and impf. only (ἀπερῶ being used as fut. by correct writers, ἀπεῖπον as aor., ἀπείρηκα as pf., and ἀπορρηθήσομαι, ἀπερρήθην, ἀπείρημαι as Pass. fut., aor., and pf.): aor.
A ἀπηγόρευσα Pl.Tht.200d (v.l.), D.40.44, 55.4, freq. in later writers: pf. ἀπηγόρευκα Arist.Phgn.808a11, Plu.2.1096f, etc.; Arist. (v. infr.) has pf. Pass. ἀπηγορευμένος:—forbid, μὴ ποιεῖν τι Hdt.1.183, 3.51, Ar.Ach.169, etc.; ἀ. τινὶ μὴ ποιεῖν Hdt.4.125, Pl.Prt.334c, al.; ἀ. μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14; τινὶ ποιεῖν τι D.S.20.18; ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ . . ἀποκρινοίμην Pl.R.339a; τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις . . Lys.9.6; ἀ. τι Id.10.6; περὶ ὧν ὁ νόμος ἀ. μὴ κινῶσιν Arist.Pol.1298a38; τὰ ἀπηγορευμένα things forbidden, ib.1336b9, cf. S.E.P.1.152. 2 dissuade, πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Hdt.9.66, cf. 3.124; ἀ. τινί τι Plu.Arat.35. II intr., bid farewell to, c. dat., ἀ. τῷ πολέμῳ give up, renounce war, Pl. Mx.245b: c. acc., τὴν ἀγκιστρείαν Aristanet.1.17; lose, στρώματα εἰς τὴν βαφήν Eun.VSp.487 B.: c. part., give up doing, οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀ. X.Cyn.1.16: also, grow weary of, ἀ. θεώμενος Id.Eq. 11.9: abs., give up, flag, fail, Pl.R.368c, 568d, Tht.200d (answering to ἀπεροῦμεν above); ἀ. γήρᾳ by old age, X.Eq.Mag.1.2; ἀ. ὑπὸ πόνων to be exhausted by... Id.An.5.8.3; ταχὺ ἀ. οἱ ἵπποι Arist.IA712a32; ἀ. πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13; πρὸς κρύος Luc.Anach.24, cf. Eun.Hist. p.272 D.: also of things, τὰ ἀπαγορεύοντα worn out and useless, X. Cyr.6.2.33. III make an announcement, proclamation from, ἀπὸ τῶ λάω ὧ ἀπαγορεύοντι Leg.Gort.10.36, 11.13.
German (Pape)
[Seite 273] (aor. ἀπηγόρευσα Plat. Theaet. 200 d, gew. ἀπεῖπον; perf. ἀπηγόρευκα Luc., gew. ἀπείρηκα; fut. ἀπερῶ), 1) untersagen, verbieten, τινός Stob. Flor. 44, 12; Her. 3, 124; Σκύθῃσι, μὴ ἐπιβαίνειν 4, 125, u. so öfter mit μή u. inf.; Ar. Ach. 169 Aeschin. 1, 10 Plat. Prot. 334 c; μηδένα βάλλειν Xen. Cyr. 1, 4, 14; so immer bei Dem.; ὅπως μή Plat. Rep. I, 339 a; τί Arist. Pol. 7, 15, 6; τινὶ τὴν στρατείαν, Jem. von dem Feldzuge abreden, Plut. Arat. 35. – 2) entsagen, sich lossagen von etwas, es aufgeben, τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ Plat. Menex. 245 b; πρὸς κρύος Luc. Gymn. 24; πρὸς πόνον Plut. Cor. 3; öfter εἰς στρατείαν, Alex. 47; c. partic., οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀπαγ. Xen. Cyn. 1, 16, nicht mehr im Stande sein, wo es überall übergeht in die Bdtg – 3) intrans., versagen, ermatten, Plat. Theaet. 200 d; ἡ τιμή Rep. VIII, 568 c; ὑπὸ πόνων ἀπαγορεύοντες, durch Anstrengungen erschöpft, Xen. An. 5, 8, 3; oft bei Sp., bes. Luc.; öfter mit partic., ἐσθίων Saturn. 22. Auch von Sachen, τὰ ἀπαγορεύοντα, das Abgenützte, unbrauchbar Gewordene, Xen. Cyr. 6, 2, 33.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπηγόρευον, ao. ἀπηγόρευσα, pf. ἀπηγόρευκα;
Pass. ao. ἀπηγορεύθην, pf. ἀπηγόρευμαι;
I. tr. 1 défendre, interdire : τι qch ; τινα ποιεῖν, τινι μὴ ποιεῖν à qqn de faire;
2 dissuader : τι de qch ; τινί τι PLUT qqn de faire qch;
II. intr. 1 renoncer à, τινι;
2 se laisser aller à, succomber à : ὑπὸ πόνων XÉN succomber à la fatigue ; πρός τι, εἴς τι reculer devant qch ; τὰ ἀπαγορεύοντα XÉN objets vieillis et hors d’usage.
Étymologie: ἀπό, ἀγορεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [usado como pres. supletivo de ἀπεῖπον, q.u.]
I ref. a alguien distinto del suj. prohibir c. μή más inf. μὴ κινέειν τὸν ἀνδριάντα cambiar la estatua de sitio Hdt.1.183, μή μιν δέκεσθαι Hdt.3.51, μὴ ποεῖν ἐκκλησίαν Ar.Ach.169, τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν Aeschin.3.11, μὴ διαιτᾶν D.40.44, μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14
•c. dat. y μή más inf. Σκύθῃσι μὴ ἐπιβαίνειν Hdt.4.125, τοῖς ἀσθενοῦσιν μὴ χρῆσθαι ἐλαίῳ Pl.Prt.334c, τοῖς ὠνουμένοις μὴ ὠνεῖσθαι Is.2.28, c. inf. sin neg. ὁ δὲ νόμος ἀπαγορεύων (συμπρίασθαι) Lys.22.7, ἄλλο λέγειν Chrysipp.Stoic.2.49, στρατιώταις πυρὰ κάειν D.S.20.18
•c. subord. c. μή: ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην Pl.R.339a, ὁ νόμος ἀπαγορεύει μὴ κινῶσιν Arist.Pol.1298a38, id. sin μή: τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις ἀρχὴν ... λοιδορῇ Lys.9.6
•c. dat. de pers. ἐάντε τις ἀπαγορεύῃ τῷ δράσαντι ταῦτα ἀνθρώπων καὶ ἐὰν μή Pl.Lg.871a
•c. ac. de cosa y dat. de pers. αὐτῷ τὴν στρατείαν ἀπαγορεύων Plu.Arat.35
•c. ac. int. πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Hdt.9.66, cf. 3.124, ταῦτ' ἀπαγορεύειν Lys.10.6, 11.3
•c. ac. int. y dat. πολλὰ τοῖς φαύλοις Chrysipp.Stoic.3.140
•part. pas. subst. τὰ ἀπηγορευμένα las cosas prohibidas Arist.Pol.1336b9, S.E.P.1.152, τὰ ἀ. ἡμῖν κατὰ τὸν νόμον LXX 4Ma.1.34, παρὰ τὰ ἀπηγορευμένα contra las prohibiciones, PFay.106.8 (II d.C.).
II ref. al suj.
1 renunciar a, rehusar, rechazar c. dat. de cosa ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας Pl.Mx.245b
•c. ac. de cosa δημόσια γράμματα Sol.Lg.76a, τῆν ἐμὴν ἀγκιστρείαν Aristaenet.1.17.25
•c. suj. de cosa perder στρώματα ... τὴν ... βαφὴν ἀπαγορεύοντα Eun.VS 487.
2 c. part. cansarse de, dejar de οὔτε λέγων οὔτ' ἀκούων ... ἀ. X.Cyn.1.16, θεώμενος X.Eq.11.9, οὐκ ἀ. θεραπεύοντες Isoc.10.56.
3 abs. disminuir, retroceder A.Th.840, αὐτῶν ἡ τιμή Pl.R.568c
•echarse atrás, desfallecer de pers. ἀπαγορεύειν καὶ μὴ βοηθεῖν Pl.R.368c, cf. Arist.IA 712a32, X.An.5.8.3, c. dat. instrum. γήρᾳ ἀπαγορεύειν renunciar (a montar a caballo) a causa de la edad X.Eq.Mag.1.2
•c. prep. negarse πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13
•decaer πρὸς κρύος Luc.Anach.24
•c. dat. ταῖς κινήσεσιν ἀπηγορευκώς débil de movimientos Arist.Phgn.808a11
•part. subst. τὰ ἀπαγορεύοντα cosas inútiles X.Cyr.6.2.33.
4 estar privado de c. gen. τῆς ἐμῆς μετοχῆς PMasp.97ue.D.78, ταύτης SB 5939.2.
Greek Monolingual
(AM ἀπαγορεύω) αγορεύω
δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω
μσν.
1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι
2. αποφεύγω
3. (-ομαι) απελπίζω κάποιον
αρχ.
1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
3. μεταπείθω κάποιον
4. διακηρύσσω
5. (για πράγματα) φθείρομαι από τη χρήση, αχρηστεύομαι.