ἀνακτάομαι

From LSJ
Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτάομαι Medium diacritics: ἀνακτάομαι Low diacritics: ανακτάομαι Capitals: ΑΝΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anaktáomai Transliteration B: anaktaomai Transliteration C: anaktaomai Beta Code: a)nakta/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι: pf.

   A ἀνέκτημαι S.Fr.358:—regain for oneself, recover, τυραννίδα, ἀρχὴν ἀ. ὀπίσω, Hdt.1.61, 3.73; Ἄργος ἐς ἑωυτοὺς ἀ. ὀπίσω 6.83; δῶμα πατρός A.Ch.237; ἀ. ταῖς πόλεσι τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14; repair, retrieve, ἐλαττώσεις Plb.10.33.4.    2 refresh, revive, σώματα, ψυχάς, Id.3.60.7, 87.3; τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων D.H.2.42; γλήχων . . λειποθυμοῦντας -κτᾶται Dsc.3.31; ἀ. ἑαυτόν J.AJ9.6.4, Arr.Epict.3.25.4, etc.    3 reinstate, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47; restore, ναούς Id.53.2; θυσίας IG2.628.    II c. acc. pers., win a person over, gain his favour or friendship, τὸν θεόν Hdt.1.50, X.Cyr.1.3.9, Men.Pk.123, etc.; παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10. (Act. dub., v. sub ἀνακτίζω.)

German (Pape)

[Seite 194] 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; ἀρχήν, τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo θεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, θεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτάομαι: μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω πάλιν ὀπίσω, τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. ὀπίσω Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· δῶμα πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) ἀναψύχω, ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: ἐπισκευάζω, ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κερδαίνω τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ μέρος μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· ὡσαύτως, φίλον ἀν. τινὰ αὐτόθι 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 (ἀνά, en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα ou φίλον τινά qqn pour ami;
2 (ἀνά, en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, etc.) ; ἐς ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.
Étymologie: ἀνά, κτάομαι.

Spanish (DGE)

I 1de cosas recuperar, recobrar δῶμ' ἀνακτήσῃ πατρός A.Ch.237, τυραννίδα Hdt.1.61, τὴν ἀρχήν Hdt.3.73, τὸ Ἄργος Hdt.6.83, ἀνακτησάμενος τὰ[ν] ... χώραν IG 12(1).1036 (Rodas II a.C.), ταῖς πόλεσιν ... τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14, cf. D.C.Epit.8.22.5, τὴν νῆσον ... πᾶσαν D.C.Epit.9.4.1
de tierras abandonadas PCornell 20a.7, 27 (IV a.C.), SB 10989.18 (IV a.C.)
reparar τὰς ἐλαττώσεις Plb.10.33.4, τοὺς λοιποὺς (ναούς) αὐτὸς ἀνεκτήσατο D.C.53.2.4, τὴν πλεονάσασαν ... ἔκλυσιν ἀνεκτήσατο Ἀριστείδης Arístides puso término a la extendida ... decadencia (de la oratoria), Longin.Fr.12
reinstaurar, restablecer ἀνεκτήσατο τὰς ... θυσίας IG 22.1338.13 (Eleusis I a.C.), τὰ δόγματα IG 22.1368.14 (II a.C.).
2 de pers. hacer restablecerse, reanimar, animar ἀνεκτᾶτο καὶ τὰς ψυχὰς ἅμα καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν Plb.3.60.7, cf. 3.87.3, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων ἀνακτησάμενοι D.H.2.42, τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τηλικαύτης καταφθορᾶς ... ἀνακτωμένους a los hombres que se reponían después de tan gran catástrofe, UPZ 110.127 (II a.C.), λειποθυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται Dsc.3.31, ἑαυτὸν ... ἀνεκτᾶτο I.AI 9.123, cf. Arr.Epict.3.25.4, ἐμαυτὸν ἀνακτήσα[σθαι ἀ] πὸ τῶν καμάτων PFay.106.18 (II a.C.), τοὺς φίλους Luc.Tox.55.
II de pers. ganarse, ganarse el favor de τὸν θεόν Hdt.1.50, ἀνακτήσομαί σε X.Cyr.1.3.9, cf. D.61.51, τὴν μητέρα Men.Pc.313, παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47.3, ἔχοντας δυσμενῶς I.AI 15.365
de cosas ganar ἀνεκτᾶτο τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν πράγματα τοῖς Καρχηδονίοις Plb.2.1.6, τὰ δὲ πράγματα [ἀ] νεκτ[ά] σατο βασιλεῖ Μιθραδάτᾳ Εὐπάτορι IPE 12.352.43 (II a.C.).

Greek Monotonic

ἀνακτάομαι: μέλ. -ήσομαι, παρακ. ἀν-έκτημαι· αποθ.·
I. ανακτώ για τον εαυτό μου, επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. με αιτ. προσ., κερδίζω την εύνοια κάποιου, κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία του, σε Ηρόδ., Ξεν.