ἀντιφέρω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφέρω Medium diacritics: ἀντιφέρω Low diacritics: αντιφέρω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΩ
Transliteration A: antiphérō Transliteration B: antipherō Transliteration C: antifero Beta Code: a)ntife/rw

English (LSJ)

   A set against, Pl.Erx.395b; ἀ. πόλεμον ἐπί τινι AP7.438 (Damag.): used by Hom. only in Med. or Pass., set oneself against, fight against another, ἀντεφέροντο μάχη Il.5.701; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι hard to oppose, 1.589, cf. Od.16.238: c. acc. cogn., μένος ἀ. τινί match oneself with another in strength, Il.21.482; τίς Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP9.625 (Maced.).    II Pass., to be borne in a contrary direction to, τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, cf. Ph.215a30; τῷ παντὶ τὴν φοράν Theo Sm.p.134 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφέρω: μέλλ. ἀντοίσω, ἀντιτάσσω, ὥστε μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς ταῦτα ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. ἀντιφερίζω. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν πρός τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντοίσω, ao. ἀντήνεγκα, etc.
porter contre;
Moy. ἀντιφέρομαι s’opposer à, résister à : ἀργαλέος ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; μένος ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.
Étymologie: ἀντί, φέρω.

Spanish (DGE)

I intr., en v. med.
1 oponerse, enfrentarse ἀντεφέροντο μάχῃ Il.5.701, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589, cf. Od.16.238, τίς γὰρ Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP 9.625 (Maced.)
c. ac. de rel. equipararse μένος ἀντιφέρεσθαί τοι Il.21.482.
2 de los astros moverse en dirección contraria τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, <τῷ> παντί Theo.Sm.p.134
de un móvil τὸ μὲν δι' οὖ φέρεται αἴτιον ὅτι ἐμποδίζει, μάλιστα μὲν ἀντιφερόμενον el por donde se mueve (un móvil) es el causante de la reducción de velocidad, sobre todo al moverse en sentido contrario Arist.Ph.215a30.
II tr., en v. act. mover en dirección contraria πεττούς Pl.Erx.395b
mover ἐπ' Αἰτωλοῖς πόλεμον AP 7.438 (Damag.).

Greek Monolingual

ἀντιφέρω (Α)
1. αντιτάσσω
2. (-ομαι) α) φέρομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εναντιώνομαι
6) φέρομαι προς κατεύθυνση αντίθετη.