δομέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
German (Pape)
[Seite 655] = δέμω; Sp., wie Arr. An. 7, 22, 2; auch im med., Lycophr. 593.
French (Bailly abrégé)
construire.
Étymologie: δόμος.
Greek (Liddell-Scott)
δομέω: δέμω, παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. sin aum. δόμησε Gr.Naz.M.37.922A; plusperf. sin aum. δεδόμητο I.BI 5.173]
1 construir, edificar Hsch.s.u. δομέοντι, en v. pas. τεῖχος ... ἐφ' ὑψηλῷ λόφῳ δεδόμητο I.l.c., cf. BI 5.143, ἡ στέγη κοινὴ ... δεδομημένη I.AI 8.67, τοὺς τάφους ... ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους Arr.An.7.22.2, πλίνθῳ ... καὶ γύψῳ δεδομημένα Zos.3.17, δομηθέντα τῷ θεῷ θυσιαστήρια Thdt.Qu.in 4Re.55 (p.239), en v. med. mismo sent. ἐπέγραφεν ὄνομα ... τὸ τῶν πρώτως δομησαμένων (τὰ δημόσια ἔργα) D.C.66.10.1a, ἵνα ... δομήσηται τὸν βωμόν Thdt.Qu.in 2Re.45 (p.121)
•fig. en v. act. ἃ γὰρ χρόνος δόμησε Gr.Naz.l.c.
2 colocar, utilizar en construcción λίθοι τειχῶν εὖ δεδομημένοι Aristid.Or.25.64.