ἐμβροχή

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβροχή Medium diacritics: ἐμβροχή Low diacritics: εμβροχή Capitals: ΕΜΒΡΟΧΗ
Transliteration A: embrochḗ Transliteration B: embrochē Transliteration C: emvrochi Beta Code: e)mbroxh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐμβρέχω)

   A infusion, Dsc.1.43; embrocation, Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c.    II (βρόχος) noose, halter, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβροχή: ἡ, = ἔμβρεγμα, Πλούτ. 2. 42C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ΙΙ. (βρόχος), θηλειά, ἀγχόνη, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
fomentation, lotion.
Étymologie: ἐμβρέχω.
2ῆς (ἡ) :
nœud coulant, lacet.
Étymologie: ἐν, βρόχος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
nudo corredizo ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11; cf. βρόχος.
-ῆς, ἡ
1 remojo, maceraciónde rosas en aceite, Dsc.1.43.3.
2 medic. embrocación, fomento Damocr. en Gal.13.1001, Crit.Hist. en Gal.13.878, ἐ. ἐλαίου ὀμφακίνου ψυχροῦ Gal.14.314, cf. Antyll. en Orib.9.22.1, Plu.2.42c, Ign.Pol.2.1, Luc.Ocyp.88, PTurner 14.14 (II d.C.), Paul.Aeg.3.43.2, 6.74.4, ἐμβροχαὶ δὲ τῇ κεφαλῇ Anon.Med.Acut.Chron.1.3.4, ἐμβροχὴ δι' ἐλαίου τε καὶ ἀψινθίου Gal.10.572, cf. Anon.Med.Acut.Chron.21.3.2.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἐμβροχή)
1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα
νεοελλ.
1. η διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της
αρχ.
έμβρεγμα, κομπρέσα.———————— (II)
ἐμβροχή, η (Α)
βρόχος, αγχόνη.