πελάγιος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγιος Medium diacritics: πελάγιος Low diacritics: πελάγιος Capitals: ΠΕΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: pelágios Transliteration B: pelagios Transliteration C: pelagios Beta Code: pela/gios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Hel.1062, 1436 :—

   A of the sea, κλύδων Id.Hec.701 ; ἀγκάλαι Id.Hel.ll. cc. ; πλάξ Ar. Ra. 1438 ; πελαγίαν ἅλα the broad sea, A.Pers.427, cf.467 ; of animals, living in the sea, E.Hipp.1276 (lyr.) ; τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν π. τὰ δὲ αἰγιαλώδη Arist.HA488b7 ; opp. παράγεια, ib.602a16 ; π. ἰχθύες, opp. πρόσγειοι, ib.598a2 ; φῦκος π. Thphr.HP4.6.4 ; ἱέραξ π. PMag.Par.1.211.    2 out at sea, on the open sea, S.Tr.649(lyr.) ; of seamen or ships, π. πλεῖν Th.8.39, cf. 101 ; π. ἐπιφανῆναι ib.44 ; π. ἀνάγεσθαι X.HG2.1.17 ; π. ἄνεμοι Str.3.2.5.    3 epith. of Poseidon, IG22.410.17 ; of Aphrodite, Artem.2.37 ; of Isis, Paus.2.4.6 ; θεοὶ π. Plu.2.161c.    4 near the sea, π. τόποι, opp. μεσόγειοι, Sor.1.22.    5 γῆ π., a kind of earth, Androm. ap. Gal.13.928.    6 πελάγια· τὰ κρόταλα, ἡ δὲ ῥίνος πελαγία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 548] bei den Att. auch 2 Endg., auch πελάγειος, von, aus, auf, in od. an dem Meere, marinus; Soph. Trach. 646, ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν πελάγιον, wo der Schol. erkl. ἀντὶ τοῦ ἄπωθεν τῆς πόλεως ἐν τῴ πελάγει; Aesch. vrbdt auch πελαγία ἅλς, Pers. 427. 467, wie κλύδων Eur. Hec. 701, öfter; πελαγίαν πλάκα Ar. Ran. 1434. – Bes. mitten auf dem Meere, im Ggstz von αἰγιάλειος, vgl. Thuc. 8, 39. 44. 60; ἀνάγεσθαι, Xen. Hell. 2, 1, 17; ἄνεμος, Strab. 3, 2, 5; Ggstz von αἰγιαλώδης, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1; vgl. Plut. de gen. Socr. 23, τῶν νηχομένων τοὺς μὲν πελαγίους ἔτι καὶ πρόσω τῆς γῆς φερομένους, τοὺς δ' ἐγγὺς ἤδη.

Greek (Liddell-Scott)

πελάγιος: -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· (πέλαγος)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πέλαγος, ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, κλύδων Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε ἀγκάλη)· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε πέλαγος, ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, αὐτόθι 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, αὐτόθι 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. πλεῖν Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι αὐτόθι 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος πελαγαῖος ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, όν :
1 qui navigue en pleine mer en parl. de vaisseaux;
2 en gén. de la mer.
Étymologie: πέλαγος.

Spanish

marino

Greek Monolingual

-α, -ο / πελάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ πέλαγος
1. αυτός που ανήκει στο πέλαγος, θαλάσσιος, θαλασσινός, του πελάγους, πελαγήσιος
2. (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα, στο πέλαγος («τῶν δὲ θαλαττίων [ζώων] τὰ μὲν πελάγια, τὰ δὲ αἰγιαλώδη», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κοιλεντερωτών θαλάσσιων ζώων της οικογένειας τών μεδουσών
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλαγος, που διαπλέει ή προέρχεται από το πέλαγος (α. «ἱέραξ πελάγιος», πάπ.
β. «πλέουσιν οὖν αἱ νῆες ἀπὸ πελάγους πελάγιαι Μήλῳ προσέβαλον», Θουκ.)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το πέλαγος, ο θαλασσινός άνεμος, ο μπάτης
3. αυτός που βρίσκεται παρά το πέλαγος, κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος, ο παραθαλάσσιος
4. (το αρσ. και θηλ.) προσωνυμία θεοτήτων, όπως του Ποσειδώνος, της Αφροδίτης, της Ίσιδος κ.ά.
5. φρ. α) «πελαγία ἅλς» — η εκτεταμένη θάλασσα, η θάλασσα του πελάγους
β) «πελαγία γῆ» — είδος χώματος
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «πελάγια
τὰ κρόταλα»
β) «πελαγία
ἡ ῥίνος».