νεοσσός

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσός Medium diacritics: νεοσσός Low diacritics: νεοσσός Capitals: ΝΕΟΣΣΟΣ
Transliteration A: neossós Transliteration B: neossos Transliteration C: neossos Beta Code: neosso/s

English (LSJ)

Att. νεοττ-, ὁ, (νέος)

   A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a.    2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in pl., young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως ν., of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου ν. the horse's brood, A.Ag.825.    3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.

German (Pape)

[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit d’un oiseau, ou en gén. d’un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.

English (Autenrieth)

(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)

Spanish

polluelo

English (Strong)

from νέος; a youngling (nestling): young.