ἐπιφώσκω
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
=ἐπιφαύσκω,
A grow towards daylight, dawn, Ev.Matt. 28.1, Ev.Luc.23.54, PL
German (Pape)
[Seite 1002] = ἐπιφαύσκω, aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφώσκω: ὡς τὸ ἐπιφαύσκω, προβαίνω πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), φέγγος Ποιητ. Βοταν. 25.
French (Bailly abrégé)
1 commencer à luire;
2 faire briller.
Étymologie: ἐπί, φώς.
English (Strong)
a form of ἐπιφαύω; to begin to grow light: begin to dawn, X draw on.
English (Thayer)
(imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): εἰς, εἰς, A. II:1.