ἀναθεματίζω
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A devote to evil, LXXNu.21.2, Jo.6.20, al., Tab.Defix. Aud.41 A, Cod.Just.1.1.5.3; ἀναθέματι ἀ. LXXDe.13.15; but ἀναθέματι ἀ. ἑαυτούς bind themselves by a curse, c. inf., Act.Ap.23.14:—Pass., to be devoted to evil, LXXNu.18.14. II intr., curse and swear, Ev.Marc.14.71.
German (Pape)
[Seite 188] zum ἀνάθεμα machen, verfluchen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεμᾰτίζω: ἀφιερῶ τι ὡς ἀνάθημα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) ἀναθεματίζω, παραδίδω εἰς τὸ ἀνάθεμα, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) ἀποχωρίζω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71.
French (Bailly abrégé)
maudire NT ; Pass. être maudit NT ; abs. prononcer une malédiction NT.
Étymologie: ἀνάθεμα.
Spanish (DGE)
I 1consagrar al exterminio αὐτὸν (sc. λαὸν) καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ LXX Nu.21.2, cf. De.13.16
•v. pas., Origenes M.17.36C, Procop.Gaz.M.87.793A.
2 obligar, ligar mediante una maldición ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτούς Act.Ap.23.14, cf. Ammon.Ac.M.85.1589D
•abs. maldecir, Eu.Marc.14.71.
II 1condenar, anatematizar herejías Cod.Iust.1.1.5, Ath.Al.M.26.941B, Apol.Sec.23.
2 abominar, execrar τὸν θεῖον λόγον Origenes Or.22.3, τὰ κτήματα Cyr.H.Catech.8.7.
English (Strong)
from ἀνάθεμα; to declare or vow under penalty of execration: (bind under a) curse, bind with an oath.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεθεμάτισα; (ἀνάθεμα, which see); a purely Biblical and ecclesiastical word, to declare anathema or accursed; in the Sept. equivalent to הֶחֱרִים to devote to destruction (ἑαυτόν to declare oneself liable to the severest divine penalties, ἀναθέματι ἀναθεματίζειν (Winer s Grammar, § 54,3; Buttmann, 184 (109))) ἑαυτόν, followed by an infinitive, to bind oneself under a curse to do something, καταναθεματίζω.)
Greek Monolingual
(Α ἀναθεματίζω)
1. καταριέμαι, βλασφημώ
2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, -η, -ο
(αρχ.-μσν. ἀνατεθεματισμένος, -η, -ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος
(Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω
αρχ.
προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάθεμα.
ΠΑΡ. αναθεματισμός
νεοελλ.
αναθεμάτιση, αναθεμάτισμα, αναθεματιστής].