ὑπερπλεονάζω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπλεονάζω Medium diacritics: ὑπερπλεονάζω Low diacritics: υπερπλεονάζω Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΟΝΑΖΩ
Transliteration A: hyperpleonázō Transliteration B: hyperpleonazō Transliteration C: yperpleonazo Beta Code: u(perpleona/zw

English (LSJ)

   A abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.

German (Pape)

[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

être surabondant, excessif.
Étymologie: ὑπέρ, πλεονάζω.

English (Strong)

from ὑπέρ and πλεονάζω; to superabound: be exceeding abundant.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπλεόνασα; (Vulg. superabundo); to be exceedingly abundant: τόν ὑπερπλεοναζοντα ἀέρα, Heron. spirit., p. 165,40; several times also in ecclesiastical writings (ὑπερπλεοναζει absolutely, overflows, Hermas, mand. 5,2, 5 [ET]); to possess in excess, ἐάν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνει, Ps. Sal. Psalm of Song of Solomon 5:19>).

Greek Monolingual

ὑπερπλεονάζω ΝΜΑ πλεονάζω
(αμτβ.) είμαι πολύ περισσότερος από ό,τι πρέπει, πλεονάζω, περισσεύω
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πλεονάσει
2. μτφ. έχω άφθονο πλούτο, είμαι πάμπλουτος.