ὑπερπλεονάζω
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
A abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.
German (Pape)
[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
être surabondant, excessif.
Étymologie: ὑπέρ, πλεονάζω.
English (Strong)
from ὑπέρ and πλεονάζω; to superabound: be exceeding abundant.
English (Thayer)
1st aorist ὑπερεπλεόνασα; (Vulg. superabundo); to be exceedingly abundant: τόν ὑπερπλεοναζοντα ἀέρα, Heron. spirit., p. 165,40; several times also in ecclesiastical writings (ὑπερπλεοναζει absolutely, overflows, Hermas, mand. 5,2, 5 [ET]); to possess in excess, ἐάν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνει, Ps. Sal. Psalm of Song of Solomon 5:19>).
Greek Monolingual
ὑπερπλεονάζω ΝΜΑ πλεονάζω
(αμτβ.) είμαι πολύ περισσότερος από ό,τι πρέπει, πλεονάζω, περισσεύω
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πλεονάσει
2. μτφ. έχω άφθονο πλούτο, είμαι πάμπλουτος.