ἐπιλήθω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A cause to forget, ὁ γάρ τ' [ὕπνος] ἐπέλησεν ἁπάντων laps one in forgetfulness of all, Od.20.85; ἡδονὴ σφέας ἐπιλήθουσα τῶν πάρος Aret.CD2.12; ἐπιλήσει σε ἀφροδισίων Philostr.Ep.68:—Pass., to be forgotten, in pf. part. ἐπιλελησμένος LXX Is.23.16, Ev.Luc.12.6: fut. -λησθήσομαι LXX Wi.2.4. II. Med., ἐπιλανθάνομαι, or more commonly ἐπιλήθομαι, Aeol. and Dor. -λᾱθ- Alc.Supp.25.6, S.El.146 (lyr.), fut. -λήσομαι: aor. 2 -ελᾰθόμην Pl.Ap.17a: late aor. 1 -ελήσατο Nonn.D.48.969: with pf. Act. λέληθα Hdt.3.46, Pi.O.(v.infr.), but more freq. Pass.-λέλησμαι E.Ba.188, Ar.Nu.631, Lys.26.1, Pl.Phd.75d, al.: pipf. -ελελήσμην Ar.V.605, Pl.Phd.73e, al.:—let a thing escape one, forget, lose thought of, c.gen., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Ep. aor. subj.) Od.1.57; οὐδ' ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης 4.455, cf. Hes.Th.560; οὐδ' ὣς σχεδίης ἐπελήθετο Od.5.324; γονέων ἐπιλάθεται (Dor.) S.El.146 (lyr.), cf. Hdt.4.4, Lys.26.1, etc.; ὑπ' αὐτῶν ὀλίγου ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην Pl.Ap. l.c.: prov., Μαλέας δὲ κάμψας ἐπιλάθου τῶν οἴκαδε Str.8.6.20: c.acc., Hdt.3.46, E.Hel.265, Ar.Nu.631; ὑπὸ χρόνου τι Pl.Phd.73e: c.inf., Ar.V.853, Pl.R.563b, Hyp.Lyc.8: c. part., ὀφείλων ἐπιλέλᾱθα I forgot that I owed, Pi.O.10(11).3, cf. E.Ba.188: with a Prep., ἐ. περὶ τῶν πεπραγμένων And.1.148; περὶ οὗ... περὶ ὅτου . ., Pl.Prt.334d, 336d; leave disregarded, neglect, πρόσταγμα Ceb.24. 2. less freq., forget wilfully, τῶν ἐντολέων μεμνημένος ἐπελανθάνετο Hdt.3.147; ἑκὼν ἐπιλήθομαι Id.4.43, cf. 3.75, Aeschin.1.158.
German (Pape)
[Seite 957] Stammform zu ἐπιλανθάνω, wo man die anderen tempp. sehe; das praes. ἐπιλήθουσα Aret.; med., ἀλλ' οὐδ' ἃς σχεδίης ἐπελήθετο Od. 5, 324, vgl. 4, 455, wie Hes. Th. 560; ἐπιλήθεο O. 273; σεῖ' ἐπιληθόμενον Hh. Bacch. 10; γονέων ἐπιλάθεται Soph. El. 143; ἐπιλάθεται ἀλγέων Eur. Troad. 602, wie ἐπιλήθεται κακῶν Or. 66; ἐπιλήθει σύ Ar. Nubb. 785; sp. D.; – verschweigen, τούτων ἑκὼν ἐπελήθετο Her. 3, 75, vgl. 4, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήθω: μέλλ. -σω, προξενῶ λήθην, ὁ γάρ τ’ ὕπνος ἐπέλησεν ἁπάντων, «λήθην ἐπήγαγεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 85· ἡδονὴ σφέας ἐπιλήθουσα τῶν πάρος Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12· ἐπιλήσει σε τῶν Ἀφροδισίων Φιλόστρ. (;): ― Παθ., λησμονοῦμαι, ἐπιλασθὲν Πινδ. Ἀποσπ. 86· μετοχ. πρκμ. ἐπιλελησμένος Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΓ΄, 16)· οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 6· πρβλ. ἄλαστος. ΙΙ. Μέσ. ἐπιλανθάνομαι ἢ κοινότερον ἐπιλήθομαι: μέλλ. -λήσομαι: ἀόρ. -ελαθόμην Πλάτ. Ἀπολ. 17Α· ἐν Νόνν. Δ. 48. 968 -ελήσατο: μετὰ πρκμ. ἐνεργ. -λέληθα Ἡρόδ. 3. 46, Πινδ. Ο. 10 (11). 4· ἀλλὰ συνηθέστερον παθ. -λέλησμαι Εὐρ. Βάκχ. 188, Ἀριστοφ. Νεφ. 631, Λυσ. 175. 8, Πλάτ. Φαίδων 75D, κ. ἀλλ.: ὑπερσ. -ελελήσμην Ἀριστοφ. Σφ. 605, Πλάτ. Φαίδων 73Ε, κ. ἀλλ. ― Ἀφίνω τι νὰ διαφύγῃ τὴν μνήμην μου, λησμονῶ, μετὰ γεν., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Ἐπικ. ἀντὶ -ηται) «ἐπιλάθηται, ἀμνημονήσῃ» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 57· οὐδ’ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης Δ. 455, πρβλ. Ἡσ. Θ. 560· οὐδ’ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο Ὀδ. Ε. 324· γονέων ἐπιλάθεται (Δωρ.) Σοφ. Ἠλ. 146· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 4 καὶ Ἀττ.: ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 3. 46, Εὐρ. Ἑλ. 265, Ἀριστοφ. Νεφ. 631, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 853, Πλάτ. Πολ. 563Β· εἰπεῖν ἐπιλανθάνονται Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 7· μετὰ μετοχ., ὀφείλων ἐπιλέλᾱθα, ἐλησμόνησα ὅτι ἐχρεώστουν, Πινδ. Ο. 10 (11). 4, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 188· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἀνδοκ. 19. 16, Πλάτ. Πρωτ. 334D. 336D· ὡσαύτως, παραμελῶ, πρόσταγμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κέβητος. 2) σπανιώτερον, ἑκουσίως λησμονῶ, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἐνθυμοῦμαί τι, δὲν λαμβάνω αὐτὸ ὑπ’ ὄψει, τουτέων μὲν τῶν ἐντολέων μεμνημένος ἐπελανθάνετο Ἡρόδ. 3. 147· οὕτως, ἑκὼν ἐπιλήθομαι ὁ αὐτ. 4. 43, πρβλ. 3. 75, Αἰσχίν. 22. 39. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 450.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιλήσω, ao. ἐπέλησα, pf. ἐπιλέληθα;
Pass. ao. ἐπελήσθην;
1 tr. (aux prés., fut. et ao.) faire oublier : ἐπ. ἁπάντων OD amener l’oubli de toutes choses;
2 intr. (au pf.) oublier, acc.;
Moy. ἐπιλανθάνομαι ou ἐπιλήθομαι (f. ἐπιλήσομαι, ao.2 ἐπελαθόμην, pf. ἐπιλέλησμαι) oublier, omettre : τινος qch ; γονέων ἐπ. SOPH oublier ses parents ; avec acc. : ἐπ. τι oublier qch.
Étymologie: ἐπί, λήθη.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέλησε, mid. ipf. ἐπελήθετο, fut. ἐπιλήσομαι: act., make to forget, w. gen., Od. 20.85; mid., forget.
see ἐπιλανθάνω.