ἰχθυβόλος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠβόλος Medium diacritics: ἰχθυβόλος Low diacritics: ιχθυβόλος Capitals: ΙΧΘΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ichthybólos Transliteration B: ichthybolos Transliteration C: ichthyvolos Beta Code: i)xqubo/los

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A striking fish, catching fish, ἰ. μηχανή of the trident, A.Th.132 (lyr.); αἴθυιαι AP6.23.    2 Subst., fisher, angler, ib.7.295 (Leon.), 9.227 (Bianor).    II Pass., (proparox.) ἰ. θήρα a spoil of speared fish, ib.6.24; ἰ. δεῖπνα Opp.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 1275] Fische werfend od. stechend, d. i. sie mit der Harpune, dem Dreizack fangend; μηχανά Aesch. Spt. 123; θήρα, αἴθυιαι, Ep. ad. 129. 128 (VI, 24. 23); δεῖπνα Opp. H. 3, 18; subst. der Fischer, Eust. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυβόλος: -ον, πλήττων, συλλαμβάνων ἰχθῦς, ἰχθ. μηχανή. περὶ τῆς τριαίνης, «καμακίου», Αἰσχύλ. Θήβ. 133· αἴθυιαι Ἀνθ 11, 6. 23. 2) ὡς οὐσιαστ., ἁλιεύς, «ψαρᾶς», αὐτόθι 7. 295., 9. 227. ΙΙ. Παθ, ἰχθ. θήρα, ἄγρα ἰχθύων ἠγρευμένων διὰ τῆς τριαίνης, αὐτόθι 6. 24· ἰχθ. δεῖπνα Ὀππ. Ἁλ. 3. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui harponne le poisson.
Étymologie: ἰχθύς, βάλλω.

Greek Monolingual

ἰχθύβολος, -ον (Α)
φρ.
1. «ἰχθύβολος θήρα» — ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα
2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» — δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό-βολος, πεζό-βολος].