ἀπόρρυτος

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρῠτος Medium diacritics: ἀπόρρυτος Low diacritics: απόρρυτος Capitals: ΑΠΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: apórrytos Transliteration B: aporrytos Transliteration C: aporrytos Beta Code: a)po/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp.Aer.7.    II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44.    III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s’épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.

Spanish (DGE)

(ἀπόρρῠτος) -ον
que mana, manante, que fluye κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.Op.595, cf. Porph.Sent.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.Aër.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.Mete.353b32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana Pl.Ti.43a
fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.D.4.282
del cuerpo de los borrachos que se disipa, que se va (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.

Greek Monolingual

ἀπόρρυτος, -ον (Α) απορρέω
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.