δορκάς
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
άδος [ᾰ], ἡ, (δέρκομαι, δέδορκα)
A an animal of the deer kind (so called from its large bright eyes), in Greece, roe, Cervus capreolus, E.Ba.699, X.Cyr.1.4.7; in Syria and Africa, gazelle, Antilope dorcas, Hdt.4.192 (in form ζορκάς), 7.69.—Other forms:—δόρξ, δορκός, ἡ, E.HF376 (prob.), Call.Lav.Pall.91, Luc.Am.16: δόρκος, ὁ, Dsc.2.75, Opp.C.2.315, 3.3: δόρκων, ωνος, ὁ, Palamed. ap. Ath.11.397a, LXXCa.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15: ζορκάς (v. supr.): ζόρξ, Call. Dian.97, Fr.239, Nic.Th.42: ἴορκος, Opp.C.2.296, 3.3. (δόρκος and ἴορκος are distd. fr. δορκάς.)
German (Pape)
[Seite 658] άδος, ἡ, ein hirschartiges Thier, Reh, Gazelle, von seinen schönen hellen Augen (δέρκομαι) benannt; Eur. Bacch. 698; Her. 7, 69; Xen. Cyr. 1, 4, 7; vgl. Ael. H. A. 14, 14, wo es für die Antiöope genommen wird. S. noch ζόρξ u. δόρκη, δόρξ.
Greek (Liddell-Scott)
δορκάς: άδος [ᾰ], ἡ (δέρκομαι, δέδορκα) ζῷόν τι ἐν Ἑλλάδι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἐλαφοειδῶν (λαβὸν τὸ ὄνομα ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀπαστραπτόντων ὀφθαλμῶν του), Λατ. Cervus capreolus L., (νῦν «ζαρκάδι»), Εὐρ. Βάκχ. 699, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7· ὡσαύτ. ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 192 (ὑπὸ τὸν τὺπον ζορκάς), 7. 69. ― Ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι δόρξ, δορκός, ἡ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 376 (ἔνθα ὁ Δινδ. δόρκα ἀντὶ δόρκην), Καλλ. εἰς λουτρ. Παλλ. 91, Ὀππ. Κ. 2. 315. Λουκ. Ἔρωσ. 16· δόρκος, ὁ, Διοσκ. 2. 85· δόρκων, ωνος, ὁ, Ἀθήν. 397Α· ζορκάς, ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. Ζζ Η. 2· ζόρξ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 97, Ἀποσπ. 239, Νίκ. Θ. 42· ἴορκος Ὀππ. Κ. 2. 296., 3. 3. Ἐκ τῶν ποικιλιῶν τούτων ὁ Κούρτ. συμπεραίνει ὅτι ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο δνορκάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
chevreuil ou gazelle, antilope, animal.
Étymologie: δέρκομαι, à cause des grands yeux du chevreuil.
Greek Monolingual
η (AM δορκάς
Α και δόρξ, -ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, -ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ -ρκός, η και ίορκος, ο)
1. ζαρκάδι
2. (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) αντιλόπη δορκάς, γκαζέλα
αρχ.
στον πληθ. δορκάδες
αστράγαλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δορκάς προήλθε από το δορξ (πρβλ. κεμάς, προκάς κ.λπ.). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική επίδραση του δέρκομαι. Οι τύποι με -ζ- (πρβλ. ζαρκάδι) είναι φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην πραγματικότητα συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «ζαρκάδι», πρβλ. γαλατ. iwrch, κορν. yorch, βρετ. iourc'h (< IE york-o). Ο τ. ίορκος υποστηρίχθηκε ότι είναι γαλατικό δάνειο.
ΠΑΡ. αρχ. δορκάδειος, δορκαδίζω
αρχ.-μσν.
δορκάδιο, δόρκων
νεοελλ.
δόρκος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. δορκάτομος, δόρκοψις].