μελέδημα

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέδημα Medium diacritics: μελέδημα Low diacritics: μελέδημα Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΑ
Transliteration A: melédēma Transliteration B: meledēma Transliteration C: meledima Beta Code: mele/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελεδαίνω)

   A care, anxiety, Hom. always in pl., μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.).    II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.

English (Autenrieth)

ατος (μέλω): care, anxiety, only pl.

Greek Monolingual

μελέδημα, -ατος, τὸ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα
2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ημα (πρβλ. μέλ-ημα, νό-ημα)].