κρώζω
English (LSJ)
fut. κρώζω, prop.
A croak, of the κορώνη, Hes.Op.747, cf. Ar. Av.2, 24, Arat.953, Luc.Asin.12, Poll.5.89; also of other birds, as cranes, Ar.Av.710; of young halcyons, Luc.VH2.40; also, of men, croak out, τι Ar.Lys.506, Pl.369; of a wagon, creak, groan, Babr.52.5. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1517] onomatopoetisch, vgl. κράζω, κλώζω, krächzen, schreien; von der Krähe, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρ υζα κορώνη Hes. O. 745; Ar. Av. 2; Arat. 953; von Schwänen, Luc. electr. 5; vom Eisvogel, V. H. 2, 40. – Uebertr., von Menschen, krähen, mit heiserer Stimme kreischen, krächzen, Ar. Lys. 506 Plut. 369.
Greek (Liddell-Scott)
κρώζω: μέλλ. κρώξω, κυρίως, κράζω ὡς ὁ κόραξ ἢ ἡ κορώνη, Λατ. crocitare, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρ. 2, 24, Λουκ. Ὄν. 12· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων πτηνῶν, οἷον γεράνων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 710· ἐπὶ νεαρῶν ἁλκυόνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, βοῶ, τι Ἀριστοφ. Λυσ. 506, Πλ. 369· ἐπὶ ἁμάξης, τρίζω, Βαβρ. 52. 5. (Κατ᾿ ὀνοματοπ. ὡς τὰ κράζω, κλάζω, κλώζω· πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.)
French (Bailly abrégé)
pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer en parl. d’une voiture.
Étymologie: R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. κράζω.
Greek Monolingual
(AM κρώζω)
1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.)
2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.)
αρχ.
(για άμαξα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. κράζω), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (κρω-) του ΙΕ τ. kre-g- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -g- μορφή της ΙΕ ρίζας ker- / kre-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα κράζω, λατ. crocio «κρώζω», αρχ. σλαβ. kraču, krakati.
ΠΑΡ. κρωγμός
αρχ.
κρώγμα
μσν.
κρωκτικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικρώζω, κατακρώζω, παρακρώζω, περικρώζω, υποκρώζω].