παννυχίζω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παννῠχίζω Medium diacritics: παννυχίζω Low diacritics: παννυχίζω Capitals: ΠΑΝΝΥΧΙΖΩ
Transliteration A: pannychízō Transliteration B: pannychizō Transliteration C: pannychizo Beta Code: pannuxi/zw

English (LSJ)

(παννυχίς)

   A celebrate a night-festival, keep vigil, Sapph.Supp.17.3, etc.; τῇ θεᾷ Ar.Ra.448; π. περὶ τὰ ἀγάλματα Timae.127; π. ἑορτήν Hdn.1.17.6, etc.:—Med., Luc.DMeretr.14.1.    II generally, do anything the livelong night, φλὸξ συνεχὲς π. it lasts all night long, Pi.I.4(3).65; παννυχίζων all night long, Ar.Fr.695 (lyr.): c. acc., π. τὴν νύκτα spend the livelong night, Id.Nu.1069.

German (Pape)

[Seite 460] die ganze Nacht durch Etwas thun; φλὸξ παννυχίζει, Pind. I. 3, 83, die Flamme brennt die ganze Nacht; Ar. οὐδ' ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν, Nubb. 1079; bes. eine Nachtfeier halten, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ, Ran. 447; περὶ τὰ ἀγάλματα, Timaeus bei Ath. VI, 250 a; Sp., καὶ ἑορτάζω vrbdt Hdn. 4, 9, 1. – Med., Luc. D. Mer. 14, 1.

Greek (Liddell-Scott)

παννῠχίζω: (παννυχίς) ἑορτάζω νυκτερινὴν ἑορτήν, ἀγρυπνῶ δι’ ὅλης τῆς νυκτός, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ Ἀριστοφ., Βάτρ. 445, πρβλ. Τίμαι, παρ’ Ἀθην. 250Α· π. ἑορτὴν Ἡρῳδιαν. 1. 17, κλ.· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 14. 1. ΙΙ. καθόλου πράττω ὁ,τιδήποτε δι’ ὅλης τῆς νυκτός, φλὸξ συνεχὲς π., διατηρεῖται ὅλην τὴν νύκτα, Πινδ. Ι. 4. 110 (3. 83)· παννυχίζων, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 116· μετ’ αἰτιατ., π. τὴν νύκτα, δαπανῶ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1069.

French (Bailly abrégé)

célébrer une fête de nuit ; veiller toute la nuit.
Étymologie: παννυχίς.

English (Slater)

παννυχίζω
   1 play all night long τοῖσιν δὲ δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65)

Greek Monolingual

Α παννυχίς
1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα της προηγούμενης ημέρας
2. κάνω κάτι καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», Πίνδ.).