φιβάλεως
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
[ᾰ], ω, ἡ, a kind of
A early fig, found in Com. in pl., nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας. II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.
German (Pape)
[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.
Greek (Liddell-Scott)
φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.
French (Bailly abrégé)
ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.
Greek Monolingual
-ω, ἡ, Α
1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)
2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά-εως, κανθάρ-εως, κορών-εως, μελίν-εως). Ο τ. απαντά κυρίως στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει μεγάλη μορφολογική ποικιλία (πρβλ. φίβαλις, φιβαλέον). Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, αρχικός θεωρήθηκε ο τ. φίβαλις, σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο τοπωνύμιο Φίβαλις της περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το φαινόμενο πρβλ. γαλλ. gamay «ποικιλία σταφυλιού» από το ομώνυμο χωριό της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο τ. φίβαλις είναι μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. φιβάλεως, που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -ις, -εως (πρβλ. δύναμις, -άμεως)].