ἀπαυδάω
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
A forbid, abs., ἐγὼ δ' ἀπαυδῶ γ' S.Ph.1293; freq. folld. by μή c. inf., τὸν ἄνδρ' ἀπηύδα . . στέγης μὴ ἔξω παρήκειν Id.Aj.741; τὸν ἄνδρ' ἀπαυδῶ τῆσδε γῆς . . μὴ εἰσδέχεσθαί τινα Id.OT236, cf. E.Rh.934, Supp.468, Ar.Eq.1072: with implied neg., ἀ. ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς Id.Ra.369. II decline, refuse, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους E.Supp.342; renounce, νεῖκος ἀ. Theoc.22.129; say no, APl.4.299. III to be wanting towards, fail, φίλοισι E.Andr.87: hence abs., fail, of wood, Thphr.HP5.6.1; ἀ. πρὸς τὸ περίπατον Antyll. ap. Orib.6.21.11; become speechless, of hysterical patients, Hp.Mul.1.74, cf. Ps.-Luc.Philopatr.18; ἀ. τὰ μαντεῖα the oracles are dumb, Plu.2.431b; faint, fail, Thphr.Char.8.14; ἀ. ὑπὸ λιμοῦ Luc. Luct.24; κόπῳ Babr.7.8; πόνοις AP5.167; die (of patients), Herod. Med. in Rh.Mus.58.80.
German (Pape)
[Seite 282] 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; νεῖκος ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; πρός τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυδάω: μέλλ. -ήσω, ἀπαγορεύω, ἀπολ., ἐγὼ δ’ ἀπαυδῶ γ’ Σοφ. Φ. 1293· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμφ. ὡς συμβαίνει καὶ εἰς ἄλλα ἀπαγορευτικὰ ῥήματα, τὸν ἄνδρ’ ἀπηύδα… στέγης μὴ ἔξω παρήκειν ὁ αὐτ. Αἴ. 741, πρβλ. Ο. Τ. 236 (ἔνθα τὸ γῆς τῇσδε ἴσως εἶναι γεν. μεριστικὴ συναπτομένη μετὰ τοῦ τινα), Εὐρ. ‘Ρῆσ. 934, Ἱκ. 468, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072. 2) τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 369, τούτοις αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ’ ἀπαυδῶ ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς ἐξηγεῖται: κελεύω ἢ λέγω ῥητῶς, παραγγέλλω, διακηρύττω, Λατ. edico, ἀλλ’ ἔτι καὶ ἐκεῖ ἡ ἀληθὴς ἔννοια εἶναι: ἀποτρέπω, παραινῶ τινι φεύγειν τι. ΙΙ. ἀπέχομαι, ἀποφεύγω, ἀφίσταμαί τινος, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους Εὐρ. Ἱκ. 343· ἀρνοῦμαι, ἀπορρίπτω, ἀποκηρύττω, νεῖκος ἀπ. Θεόκρ. 22. 129· ἀποφάσκω, λέγω οὔ, ὄχι, Ἀνθ. Πλαν. 4. 299. ΙΙΙ. ὑστερῶ, ἀποκάμνω, δὲν ἐπαρκῶ, ἐγκαταλείπω τινά, φίλοισι Εὐρ. Ἀνδρ. 87: ἐντεῦθεν ἀπολ., ἐκλείπω, χάνομαι, ἢ ἀποθνήσκω, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 1· ἀπ. πρός τι, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. 108: καθίσταμαι ἄφωνος, Λουκ. Φιλόπ. 18. ἀπ. τὰ μαντεῖα, εἶναι βωβά, ἄφωνα, Πλούτ. 2. 431Β: - καταβάλλομαι, ὑπὸ λιμοῦ ἀπηυδηκότας Λουκ. π. Πένθ. 24· κόπῳ Βάβρ 7. 8· πόνοις Ἀνθ. ΙΙ. 5. 168. - Πρβλ. ἀπεῖπον, ἀπαγορεύω, ἀπερῶ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηύδησα, pf. ἀπηύδηκα;
1 défendre, interdire;
2 refuser, décliner, acc. ; faire défaut : τινι à qqn ; se laisser abattre;
3 perdre l’usage de la parole, devenir muet.
Étymologie: ἀπό, αὐδάω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 prohibir c. μή e inf. τὸν ἄνδρα ἀπηύδα ... μὴ 'ξω παρήκειν S.Ai.741, τὸν ἄνδρ' ἀπαυδῶ ... μήτ' εἰσδέχεσθαι μήτε ... S.OT 236, cf. E.Rh.934, Supp.467, Ar.Eq.1072
•abs. oponerse, decir que no ἐγὼ δ' ἀπαυδῶ S.Ph.1293, E.Andr.579, AP 16.299.
2 c. ac. renunciar a πόνους E.Supp.342, νεῖκος Theoc.22.129.
II intr.
1 fallar c. dat. de pers. φίλοισι E.Andr.87.
2 agotarse, desfallecer, sucumbir c. rég. prep. πρὸς περίπατον Antyll. en Orib.6.21.11, ὑπὸ λιμοῦ Luc.Luct.24
•c. dat. instrum. τῷ κόπῳ Babr.7.8, πόθοις AP 5.168
•de pacientes fallecer Herod.Med.Rh.Mus.58.80
•de maderas fallar, deshacerse σήπονται καὶ ... ἀ. Thphr.HP 5.6.1
•de pers. desfallecer Thphr.Char.8.13, cf. POxy.237.8.12 (II d.C.), Luc.Merc.Cond.39, M.Ant.5.9
•de una enfermedad debilitarse Hp.Aph.1.9.
3 quedarse sin habla, enmudecer Hp.Mul.1.74, Luc.Philopatr.18, τὰ μαντεῖα Plu.2.431b.