ἀποπεράω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
A carry over, Plu.Pomp.62, Mar.37,al.
German (Pape)
[Seite 318] übersetzen, Plut. Pomp. 62 Mar. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεράω: μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, εἰς τὴν ἀπέναντι ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
traverser.
Étymologie: ἀπό, περάω.
Spanish (DGE)
atravesarεἰς τὴν ἄντικρυς νῆσον Plu.Mar.37, cf. Pomp.62.