δειρή
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ἡ, Att. δέρη A.Ag.329,875, etc.; Aeol. δέρα Sapph.Supp. 23.16(v. infr.):—
A neck, throat, Il.11.26, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. ornaments, Hdt.1.51. 2 collar, Poll.2.235. II in pl., gully, glen, Pi.O. 3.27, 9.59: but in sg., = δειράς, prob. in Hermesian.7.54. (The original form is preserved in Arc. δερϝά BCH39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by EM262.57 as etym. of δέρρις: Hsch. has δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν by confusion with δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ, place-name in Inscr.Olymp.46.30. Prob. from root of ζέρεθρον, βιβρώσκω.)
Greek (Liddell-Scott)
δειρή: ἡ, ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. δέρη, ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = δειράς, Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. δειράς· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ τύπος δέρη (ὅπερ τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 cou;
2 gorge.
Étymologie: cf. δειράς et lat. dorsum.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δειρή και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α)
1. λαιμός, τράχηλος
2. περιδέραιο
3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα
4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ, ο οποίος απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις
πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ grīvā «λαιμός, τράχηλος», ρωσ. grīva «χαίτη, ράχη βουνού», λεττ. grīva «εκβολή ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην αναγωγή σε αρχικό τ. gwer-uā (παράλληλα προς το gwrī-uā). Η υπόθεση όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. δέρα αντί του αναμενόμενου βέρα, αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το gw μπροστά από e είχε περισσότερο χειλική προφορά απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η σχέση εξάλλου μεταξύ gwer- και gwrī- δεν είναι σαφής και έχει δώσει λαβή στη διατύπωση διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική σχέση με τη ρίζα του βιβρώσκω].