ἐπιζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐπιζεύγνυμι Low diacritics: επιζεύγνυμι Capitals: ΕΠΙΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epizeúgnymi Transliteration B: epizeugnymi Transliteration C: epizeygnymi Beta Code: e)pizeu/gnumi

English (LSJ)

and ἐπιζευγνύω,

   A join at top, Hdt.7.36; τοὺς κίονας τοῖς ἐπι στυλίοις Plu.Per.13; τοὺς δακτύλους τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπὶ τὴν ἑτέραν ἐ. Arist.Pr.912b14; simply, bind fast, χεῖρας ἱμᾶσι Theoc.22.3.    2. join to, πώλοις . . τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον A.Eu.405: metaph., ἐπέζευκται κοινὸν ὄνομά [τινι καί τινι] Arist.HA531b22, cf. Rh. 1407b19; θνητὸν βίον ἀθανάτῳ ἐ. Ph.1.209; μηδ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμῃ πονηρᾷ nor let thy mouth be joined to evil sayings, A.Ch.1044: Math., ἐπεζεύχθω ἀπὸ κτλ. let the point A be joined to the point B, Arist.Mete.376a17.    II. enclose, join up, of hills, Plb.1.75.4, 3.49.7.    III. ἐπεζευγμένον, τό, minor premise of a disjunctive syllogism, Chrysipp. ap. S.E.P.2.158.

German (Pape)

[Seite 941] (s. ζεύγνυμι), anjochen, bespannen, πώλοις ἀκμαίοις τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον Aesch. Eum. 383; übertr., μήτ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμαις πονηραῖς Ch. 1040, nimm nicht Worte böser Vorbedeutung in den Mund. – Uebh. verbinden, κορμοὺς αὖθις ἐπεζεύγνυον Her. 7, 36, χεῖρας ἐπιζεύξαντα μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν Theocr. 22, 3, S0., wie Plut. Pericl. 13; in tmesi, χαίταισι ζευχθέντες ἔπι στέφανοι Pind. Ol. 3, 6; – darüberspannen, γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. V. Hist. 2, 43; – hinzufügen, κοινὸν ὄνομα οὐδὲν ἐπέζευκται Arist. H. A. 4, 7, vgl. rhet. 3, 5; D. Sic. 12, 20; – umgeben, γεωλόφων ἐπιζευγνύντων τὸν αὐχένα Pol. 1, 75, 4, θάλαττα τὴν μίαν πλευρὰν ἐπιζεύγνυσι 3, 49, 7.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιζεύξω;
I. attacher à :
1 atteler : πώλοις ἐπ. ὄχον ESCHL de jeunes coursiers à un char ; fig. ἐπ. στόμα φήμαις πονηραῖς ESCHL litt. atteler sa bouche au joug de paroles mauvaises, càd prononcer de mauvaises paroles;
2 p. ext. attacher à ; rattacher : τί τινι une chose à une autre;
3 simpl. attacher;
II. joindre par-dessus : γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος LUC pont jeté sur l’eau (d’une rive à l’autre).
Étymologie: ἐπί, ζεύγνυμι.

English (Slater)

ἐπιζεύγνυμι
   1 bind upon c. acc., & dat. χαίτασι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6)

Greek Monolingual

ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α)
1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῑς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.)
2. δένω σφιχτά
3. δένω (τον ζυγό)
4. συνάπτω
5. περιλαμβάνω, περικλείω
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον
η ελάσσων πρόταση του διαζευκτικού συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζεύγνυμι «ζεύω»].