θανατηφόρος
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
German (Pape)
[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.
English (Thayer)
θανατηφόρον (θάνατος and φέρω), death-bringing, deadly: Aeschylus, Plato, Aristotle, Diodorus, Xenophon, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο
μσν.
αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)
αρχ.
φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.
επίρρ...
θανατηφόρως και -ον (Α)
με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος για μετρικούς λόγους].