θεωρικός
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for θεωρία (signfs. 1 and 11), πεπλώματ' οὐ θεωρικά no festal robes, E.Supp.97; θ. σκηνή the tent used by the θεωροί, Henioch.5.8; θ. ὁδός,= θεωρίς 1.2, Poll.2.55. Adv. -κῶς Hsch. II θεωρικόν, τό (θεωρικός, ὁ, seems to be an error in Phld.Rh.2.208 S.), at Athens, fund for providing free seats at public spectacles, οἱ ἐπὶ τὸ θ. Arist.Ath.43.1, cf. 47.2, D.18.113, IG22.223C5; ἡ ἀρχὴ ἡ ἐπὶ τῷ θ. Aeschin.3.24: pl. (sc. χρήματα), D.3.11, Harp., etc., cf. Plu.Per.9: so elsewh. θεωρικά, with or without χρήματα, fund for festivals, POxy.1333 (ii/iii A.D.), 473.4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1206] zur θεωρία gehörig, die feierlichen Gesandtschaften betreffend, die zur Theilnahme an den öffentlichen Spielen von den einzelnen Städten abgeschickt wurden; πεπλώματα Eur. Suppl. 97; σκηνή Henioch. Stob. fl. 43, 27; ὁδός Poll. 2, 55; κίστη 10, 165; – das Zuschauen im Theater, das Theater betreffend; τὸ θεωρικόν u. τὰ θεωρικά, Schauspielgelder, sind in Athen die Gelder, die seit Perikles aus der Staatskasse an das Volk gezahlt wurden, damit dieses an den Festspielen theilnehmen u. ins Theater gehen konnte, vgl. Böckh's Staathh. I p. 196. 232; so oft bei Dem.; Plut. Pericl. 9; Luc. Tim. 49; Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεωρίαν (σημασ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.), πεπλώματ’ οὐ θεωρικά, οὐχὶ ἑορταστικὰ ἐνδύματα, Εὐρ. Ἱκέτ. 97˙ θ. σκηνή, ἡ σκηνὴ ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θεωροί, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8˙ θ. ὁδός, = θεωρὶς Ι. 2, Πολυδ. Β΄, 55: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. ΙΙ. θεωρικὰ (ἐνν. χρήματα), τά, χρήματα ἅπερ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Περικλέους ἐδίδοντο ἐκ τοῦ ταμείου εἰς τοὺς πτωχοὺς πολίτας, ὅπως πληρώνωσι τὰς θέσεις αὑτῶν ἐν τῷ θεάτρῳ (πρὸς 2 ὀβολοὺς ἑκάστην θέσιν), ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ δι’ ἄλλους σκοπούς, Δημ. 31. 13, κτλ.˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 289 κἑξ., 227, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., τὸ θεωρικόν, τὸ θεατρικὸν ταμεῖον, Δημ. 264. 11, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 62, 3., 67, 4 (ἔκδ. Blass), κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les places au théâtre ; τὸ θεωρικόν, τὰ θεωρικά argent qu’on donnait aux pauvres, pour payer leur place au théâtre.
Étymologie: θεωρία.
Greek Monolingual
θεωρικός, -ή, -όν (ΑΜ) θεωρός
μσν.
καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός
2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεωρικόν
το θεατρικό ταμείο
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεωρικά (ενν. χρήματα)
τα χρήματα που δίνονταν από το δημόσιο ταμείο στους άπορους πολίτες για να πληρώσουν το εισιτήριο του θεάτρου ή για να συμμετάσχουν στις εορτές.
επίρρ...
θεωρικῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρικό.