στοῖχος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοῖχος Medium diacritics: στοῖχος Low diacritics: στοίχος Capitals: ΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: stoîchos Transliteration B: stoichos Transliteration C: stoichos Beta Code: stoi=xos

English (LSJ)

ὁ, (στείχω, cf. στίχος)

   A row in an ascending series, ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν the first course of (masonry composing) the steps, Hdt.2.125; course of bricks, etc., in building, IG22.463.58, 1682.10; esp. file of persons marching one behind another, as in a procession, ἐπὶ στοίχου,= στοιχηδόν, Ar.Ec.756; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102; κατὰ στοίχους Ar.Fr.79; of ships, column, ἐν στοίχοις τρισί A.Pers.366; of soldiers, file, Th.4.47; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4; of deer swimming, Opp.C.2.226; of the files (opp. ζυγόν VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108,109; row of columns, IG22.1668.12; of factors, Arist.Metaph.1092b34; of verses, ἔπη . . ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.Cest.Oxy.412.51.    II a line of poles supporting hunting-nets, into which the game were driven, X.Cyn.6.10,21.    III τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν since the turn has come to our senate, POxy.1119.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.

Greek (Liddell-Scott)

στοῖχος: ὁ, (στείχω, πρβλ. στίχος) σειρά, «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἷον ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -οὕτως, ἐπὶ πλοίων, γραμμή, Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - σειρά, ζώνηστρῶμα πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε στοιχιαῖος· - ἀριθμητικὴ σειρά, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων μετὰ βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rang, rangée ; particul. ligne ou ordre de bataille.
Étymologie: στείχω.

Greek Monolingual

ο / στοῑχος, ΝΑ
1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ.
γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.)
2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής
αρχ.
1. κιονοστοιχία
2. σειρά πασσάλων με βρόχους για τη σύλληψη θηράματος
3. ποιητικός στίχος («ἔπη ἀλλότρια τοῡ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)
4. αριθμητική σειρά
5. χρονολογική σειρά («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», Παυσ.)
6. χρονικό διάστημα («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)
7. ορισμένη χρονική περίοδος («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)
8. φρ. «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — στοιχηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- του στείχω και συνδέεται με τα αλβ. shtek, shtegu «πέρασμα, δρόμος», γοτθ. staiga και αρχ. άνω γερμ. steiga «μονοπάτι» (βλ. και λ. στείχω)].