τέλμα

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλμα Medium diacritics: τέλμα Low diacritics: τέλμα Capitals: ΤΕΛΜΑ
Transliteration A: télma Transliteration B: telma Transliteration C: telma Beta Code: te/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A standing water, pond, marsh, swamp, Ar.Av. 1593, Pl.Phd.109b, X.Oec.20.11, Men.Epit.532, Thphr.HP1.4.2: pl., low lands subject to inundation, water-meads, Hdt.2.93, Thphr. Fr.174.1, Gal.6.709, 15.121, Jul.Mis.358a; mud at the edge of a riverbank, Ael.VH12.46.    II mud used as mortar, τέλματι χρεώμενοι ἀσφάλτῳ Hdt.1.179; cf. τελμίς.    2 space pointed with mortar, between the courses of masonry, Procop.Aed.2.1.

German (Pape)

[Seite 1088] ατος, τό, das zusammengetretene, sich sammelnde, stehende Wasser, Pfütze, Sumpf; Ar. Av. 1593; ὥςπερ περὶ τέλμα βατράχους, Plat. Phaed. 109 b; τὰ κοῖλα πάντα τέλματα γίγνεται, Xen. Oec. 20, 11; Sp., wie Pol. 10, 14, 13; Phot. erkl. τόπος πηλώδης ὕδωρ ἔχων. Dah. das fruchtbare Marschland der Niederungen; auch Moor, Schlamm, Lehm, zu Mauern, Her. 1, 179. – Bei Sp. der Zwischenraum in den Fugen der Steine, der mit Mörtel ausgegossen wurde.

Greek (Liddell-Scott)

τέλμα: τό, ὡς καὶ νῦν, στάσιμον ὕδωρ, λιμνάζον ὕδωρ, ἕλος, «βάλτος», «βοῦρκος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1593, Πλάτ. Φαίδων 109Β, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 11· ἐν τῷ πληθ., χώρα χθαμαλὴ ὑποκειμένη εἰς πλήμμυραν, Ἡρόδ. 2. 93· ἡ ἰλὺς ἡ κατὰ τὴν ἄκραν τῆς ὄχθης ποταμοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 46. ΙΙ. ὁ πηλὸς λιμνάζοντος ὕδατος, ὁ πρὸς οἰκοδομὴν χρήσιμος πηλός, «λάσπη», τέλματι ἀσφάλτῳ χρῆσθαι Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. τελμίς. 2) ὁ χῶρος ὃν καταλαμβάνει ὁ πηλὸς μεταξὺ τῶν λίθων ἐν ταῖς οἰκοδομαῖς, Προκόπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 eau stagnante, marais, endroit marécageux ; τὰ τέλματα basses terres exposées aux inondations;
2 boue, vase ; p. anal. ciment, mortier.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish

lodo

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
έλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα»)
αρχ.
1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού
2. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («μετὰ δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», Ηρόδ.)
3. ο μεταξύ τών λίθων τειχώματος χώρος, τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή λάσπη
4. στον πληθ. τὰ τέλματα
έκταση με χαμηλό υψόμετρο, που υφίσταται συχνά πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη είναι η σύνδεση της λ. με το σλαβ. time «έλος»].