ἔνοσις

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνοσις Medium diacritics: ἔνοσις Low diacritics: ένοσις Capitals: ΕΝΟΣΙΣ
Transliteration A: énosis Transliteration B: enosis Transliteration C: enosis Beta Code: e)/nosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaking, quake, Hes.Th.681,849; αἰθερίαι ἐ. E.Hel. 1363 (lyr.), cf. Orph.Fr.285.24; ἔννοσις· κίνησις, Hsch.    II personified in poet. form Ἔννοσις, prob. in E.Ba.585 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, die Bewegung, Erschütterung; Hes. Th. 681. 849; Eur. Hel. 1379 Bacch. 585. Stammform nach Buttmann Lexilog. I p. 271 ἔνω, ἐνόω, Andere nehmen ἐνόθω an u. vgl. ὠθέω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’ébranler, secousse.
Étymologie: *ἐνέθω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): ἔνν- E.Ba.585, Hsch.; εἴν- Hsch.
estremecimiento, conmoción, temblor violento, sacudida gener. de la tierra, en descripciones de batallas entre dioses y titanes ἔ. δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν violenta sacudida de los pies llegó hasta el tenebroso Tártaro Hes.Th.681, cf. 849, ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.910.10, ἔ. ἐπικλύζει πόλιν E.Tr.1326, γῆς ἔ. Orph.Fr.778.24, cf. AP 9.560 (Crin.), personif. <σεῖε> πέδον χθονός, Ἔννοσι πότνια E.Ba.585
vibración, temblor del timbal en los ritos báquicos ῥόμβου ... εἱλισσομένα κύκλιος ἐ. αἰθερία E.Hel.1363.

• Etimología: Prob. de la misma r. que ὠθέω q.u.

Greek Monolingual

ἔνοσις, η (Α)
κλονισμός, σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < εν-Fοθ-τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα -θ-τ- της Αρχαίας εξελίσσεται σε -στι- (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το εν- εν προκειμένω είναι προρρηματικό. Το γεγονός εξάλλου ότι τα σύνθετα με α' συνθετ. ένοσις είναι όλα ομηρικά του τύπου τερψίμβροτος οδηγεί στην υπόθεση ότι η σπάνια και μεθομηρική λ. ένοσις προήλθε κατ' απόσπαση από τέτοια σύνθετα].

Greek Monotonic

ἔνοσις: -εως, ἡ, δόνηση, κούνημα, κλυδωνισμός, τρεμούλιασμα, σεισμός, σε Ησίοδ., Ευρ. (από την απαρχ. √ἐνόθω, σείω, κουνώ).