λειαίνω

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειαίνω Medium diacritics: λειαίνω Low diacritics: λειαίνω Capitals: ΛΕΙΑΙΝΩ
Transliteration A: leiaínō Transliteration B: leiainō Transliteration C: leiaino Beta Code: leiai/nw

English (LSJ)

λείανσις,

   A v. λεαίνω, λέανσις.

Greek (Liddell-Scott)

λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.

French (Bailly abrégé)

f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.

English (Autenrieth)

(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.

Greek Monolingual

λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.

Greek Monotonic

λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.