κατασιωπάω
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
A keep silence, Isoc.8.38, Arist.Rh.1413b7, J.Ap.2.33, etc.; εἰδότες κ, Arist.Ath.14.2; πρός τι D.41.23. 2 c. acc. rei, keep silent, pass over, τὸ γεγονός D.S.32.10:—Pass., Isoc.4.27. 3 condemn by silence, πόλιν D.Chr.32.98. II causal, make silent, silence, τὴν γυναῖκα X.HG5.4.7, cf. Luc.Bis Acc.17, Anach.19, Dom. 16:—Med., cause silence, X.HG2.4.20; κατασιωπήσασθαι διὰ τοῦ σαλπιγκτοῦ τὸν θόρυβον Plb.18.46.9.
German (Pape)
[Seite 1377] (s. σιωπάω), verschweigen; εὐεργεσίας κατασιωπηθείσας Isocr. 4, 27; absol., schweigen, 3, 53 u. Sp. – Zum Schweigen bringen, τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Xen. Hell. 5, 4, 7; Luc. Iov. Trag. 13 u. Sp. – Auch med., Stillschweigen gebieten, κήρυξ κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. Hell. 2, 4, 20, wie Luc. gymn. 19 das act. braucht; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον, den Lärmen beschwichtigen, Pol. 18, 29, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατασῐωπάω: μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ περί τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς πρός τι, παρέρχομαι ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, κατασιγάζω, ἡ μεγαλοφωνία ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐπιβάλλω, ἐπιφέρω σιωπήν, ὁ κῆρυξ κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. intr. se taire, rester muet;
II. tr. 1 taire, passer sous silence;
2 faire taire, acc.;
Moy. κατασιωπάομαι-ῶμαι faire taire, acc..
Étymologie: κατά, σιωπάω.
Greek Monotonic
κατασῐωπάω: μέλ. -ήσομαι,
I. τηρώ σιωπή σχετικά με ένα ζήτημα, σε Δημ.
II. μτβ., σωπάζω, ησυχάζω, σε Ξεν. — Μέσ., προκαλώ ησυχία, στον ίδ.