σύσσωμος

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσωμος Medium diacritics: σύσσωμος Low diacritics: σύσσωμος Capitals: ΣΥΣΣΩΜΟΣ
Transliteration A: sýssōmos Transliteration B: syssōmos Transliteration C: syssomos Beta Code: su/sswmos

English (LSJ)

ον,

   A united in one body, Ep.Eph.3.6.

German (Pape)

[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.

English (Strong)

from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμαεἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].

Greek Monotonic

σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη