σκάλλω

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλλω Medium diacritics: σκάλλω Low diacritics: σκάλλω Capitals: ΣΚΑΛΛΩ
Transliteration A: skállō Transliteration B: skallō Transliteration C: skallo Beta Code: ska/llw

English (LSJ)

   A stir up, hoe, Hdt.2.14, Arist.Mir.837b22, cf. Thphr.HP2.7.5, etc.: metaph., search, probe, σ. τὸ πνεῦμά μου LXX Ps.76(77).7.

German (Pape)

[Seite 888] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλλω: ἀνακινῶ, σκάπτω, Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς τύπος εἶναι πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, ὅθεν τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες».

French (Bailly abrégé)

fouir, sarcler.
Étymologie: R. Σκαλ, creuser ; cf. lat. scalpo.

Greek Monolingual

ΜΑ
σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.)
αρχ.
μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ)
β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< σκαλ-) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα skl- της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κόβω» και συνδέεται με λιθουαν. skeliu «σχίζω», αρχ. ισλανδ. skilja «χωρίζω», γερμ. schleiBen «σχίζω», schalen «ξεφλουδίζω», αγγλ. scale «λέπι, ξεφλουδίζω», shell «κέλυφος». Η ρίζα του ρ. σκάλλω έχει πολύ γενική σημ., από την οποία προήλθαν οι ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους σημ. τών λέξεων της οικογένειας αυτής, και πρέπει να συνδεθεί με την ΙΕ ρίζα kel- (χωρίς αρκτικό s-) τών: κολάπτω, κόλος, κελεός, κλῶ. Με το ρ. σκάλλω συνδέονται, τέλος, και οι τ. σκαλμός, σκῶλος, σκόλοψ, σκύλλω.

Greek Monotonic

σκάλλω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., αναδεύω, σκαλίζω, σκάβω, σε Ηρόδ.