ἀστρονομία
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
ἡ,
A astronomy, Hp.Aër.2, Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's σύνταξις, Olymp.in Mete.68.20, al.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Ar. Nub. 201; ἡ περὶ ἄστρων τε φορᾶς καὶ ἐνιαυτῶν ὥρας Plat. Conv. 188 b u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρονομία: ἡ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 201, Πλάτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρονόμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.2
1 astronomía μάθοι ἂν ὅτι οὐκ ἐλάχιστον μέρος ξυμβάλλεται ἀστρονομίη ἐς ἰητρικήν Hp.l.c., cf. Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, Grg.451c, Eudox.Fr.270, D.Chr.70.4, 9, Plot.3.1.3
•ἐξ ἀστρονομίας según la astronomía Philostr.Her.47.8
•ἡ ἀ. tít. de una obra atribuida a Hesíodo, Olymp.in Mete.68.20.
2 astrología Χαλδαίων ἀ. καὶ γενεθλιαλογία Gr.Naz.M.36.340B.
Greek Monolingual
η (AM ἀστρονομία) αστρονόμος
η επιστήμη που μελετά όλα τα ουράνια αντικείμενα πέρα από τη Γη και το άμεσο περιβάλλον της (τη Σελήνη, τον Ήλιο και τους πλανήτες με τους δορυφόρους τους, τους μετεωρίτες, τους αστέρες, τους γαλαξίες), το μεσοαστρικό και το μεσοπλανητικό υλικό και τέλος το σύμπαν ως σύνολο
αρχ.
αστρολογία.
Greek Monotonic
ἀστρονομία: ἡ, αστρονομία, επιστήμη μελέτης του ουρανού, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.