γενειάζω

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάζω Medium diacritics: γενειάζω Low diacritics: γενειάζω Capitals: ΓΕΝΕΙΑΖΩ
Transliteration A: geneiázō Transliteration B: geneiazō Transliteration C: geneiazo Beta Code: geneia/zw

English (LSJ)

Dor. γενει-άσδω, (γένειον)

   A get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.); ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): pf. γεγενείακα Philem.15.

German (Pape)

[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάζω: Δωρ. –άσδω, (γένειον)·- προσκτῶμαι γένεια, φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. γενειάω, γενειάσκω.

French (Bailly abrégé)

commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γενειάς.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. γενειάσδω Theoc.11.9
echar barba, ἄρτι γενειάσδων habiendo empezado hace poco a tener barba Theoc.l.c., cf. Philem.14, D.H.1.76, AP 12.12 (Stat.Flacc.), IApameia 28.1 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

(AM γενειάζω)
1. αποκτώ, βγάζω γένια
2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς
δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς.

Greek Monotonic

γενειάζω: Δωρ. -άσδω = γενειάω, σε Θεόκρ.