καταμόνας
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
Adv.
A alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B.111.
German (Pape)
[Seite 1364] d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταμόνᾱς: Ἐπίρρ. μόνος, χωριστά· βέλτιον διῃρημένως κατὰ μόνας, ἴδε μόνος Β, ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κατὰ μόνας;
adv.
v. μόνος.
English (Strong)
from κατά and accusative case plural feminine of μόνος (with χώρα implied); according to sole places, i.e. (adverbially) separately: alone.
English (Thayer)
and (as it is now usually written (so L T Tr WH)) separately, κατά μόνας (namely, χώρας), apart, alone: Thucydides 1,32, 37; Xenophon, mem. 3,7, 4; Josephus, Antiquities 18,3, 4; the Sept. for בָּדָד and לְבָדָד, Jeremiah 15:17, etc.)
Greek Monolingual
(AM καταμόνας και κατὰ μόνας)
χωριστά, μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. κατὰ μόνας «μεμονωμένα»].
Greek Monotonic
καταμόνας: επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ μόνας, βλ. μόνος.