ἀγελάρχης
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἄρχω)
A leader of a flock or herd, Procl. in Cra.p.38 P.; ἀ. ταῦρος Luc.Am.22: generally, leader, captain, Plu.Rom.6; τῶν φιλοσοφίας ἐραστῶν Procl. in Prm.p.526S.:—also ἀγέλ-αρχος, ὁ, dub. l. in Ph.2.144.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ (ἄρχω), Heerdenführer, ταῦρος Luc. Amor. 22; Schaarenführer, Plut. Rom. 6; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάρχης: -ου, (ἄρχω) ὁ ὁδηγὸς ὁμάδος, ἀρχηγός, Πλουτ. Ῥωμ. 6· ἀγ. Ταῦρος. Λουκ. Ἔρωτ. 22: -αρχος, ὁ, Φίλων 2, 144. –αρχία, ἡ, ἀρχηγία ἀγέλης· Κ. Μανασ. σ. 91.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef, conducteur d’un troupeau.
Étymologie: ἀγέλη, ἄρχω, être à la tête.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I de anim. jefe de la manada ταῦρος ἀ. Luc.Am.22, τῶν τράγων Longus 2.31.2, del onagro Phys.A 31.3.
II de pers.
1 mayoral Plu.Rom.6, Ph.1.679.
2 fig. jefe, guía τῶν φιλοσοφίας ἐραστῶν Procl.in Prm.686, οἱ ἑαυτῶν ἀγελάρχαι Procl.in R.2.297, Procl.in Cra.38
•jefe o capitán del equipo de jóvenes que disputaba la carrera de antorchas SEG 38.1462.65 (Enoanda II d.C.), cf. Milet 6(2).596 (dud.), como glos. de βουαγόρ (q.u s.u.βουαγός) Hsch.
•de guías religiosos, de Cristo, Mac.Magn.Apocr.4.18 (p.195).
Greek Monotonic
ἀγελάρχης: -ου, ὁ (ἀγέλη, ἄρχω), οδηγός ομάδας ή αγέλης, αρχηγός, σε Πλούτ., Λουκ.