διακυβεύω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A play at dice with another, πρός τινα Plu.Rom.5: abs., Id.2.128a; περί τινος ib.70d.
German (Pape)
[Seite 585] mit Einem würfeln, πρός τινα, Plut. Rom. 19; περί τινος, um etwas, Artax. 17; übertr., aufs Spiel setzen, wagen, περί τινος, adul. et am. discr. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠβεύω: παίζω τοὺς κύβους πρὸς ἕτερον, πρός τινα Πλούτ. Ρωμ. 5· ἐντεῦθεν, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, περί τινος ὁ αὐτ. 2. 128Α.
French (Bailly abrégé)
jouer aux dés ; fig. δ. περί τινος courir la chance d’une entreprise.
Étymologie: διά, κυβεύω.
Spanish (DGE)
1 jugar a los dados πρὸς τὸν θεὸν διακυβεύειν Plu.Rom.5, ἀσχημόνως τὸν βίον διακυβεύουσι Vit.Aesop.G 81, οἱ διακυβεύοντες los jugadores de cótabo, Sch.Ar.Pax 1244c
•en v. med., Eust.1396.52.
2 fig. jugarse, arriesgar ἔρχῃ περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος ὥρᾳ μιᾷ διακυβεύσων Plu.2.70c, cf. 128a.
Greek Monolingual
(Α διακυβεύω και διακυβῶ, -άω) κυβεύω
1. παίζω κύβους, ζάρια
2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω.
Greek Monotonic
διακῠβεύω: μέλ. -σω, παίζω τους κύβους με, πρός τινα, σε Πλούτ.