ἐλλοχάω

From LSJ
Revision as of 12:29, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14b)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλοχάω Medium diacritics: ἐλλοχάω Low diacritics: ελλοχάω Capitals: ΕΛΛΟΧΑΩ
Transliteration A: ellocháō Transliteration B: ellochaō Transliteration C: ellochao Beta Code: e)lloxa/w

English (LSJ)

   A lie in ambush (λόχος), Pl.Tht.165d:—Med., Phalar.Ep. 5.    II lie in wait for, τινά Pl.Smp.213b, Ael.NA6.4.    III Pass., ἐλλοχᾶσθαι κακοῖς to be filled with lurking mischiefs, Alciphr. 2.3.

German (Pape)

[Seite 801] im Hinterhalte liegen u. den Vorübergehenden auflauern, übh. nachstellen, τινά; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατάκεισο Plat. Conv. 213 b; Ael. H. A. 6, 4 u. a. Sp.; – pass., Νείλου ἐλλοχωμένου τοσούτοις κακοῖς, in dem so viele Uebel (Thiere) versteckt lauern, Alciphr. 2, 3. – Med., im Hinterhalte liegen, versteckt sein, Phalar. ep. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλοχάω: μέλλ. -ήσω, (λόχος) ἐνεδρεύω, Πλάτ. Θεαίτ. 165 D˙ οὕτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Φαλάρ. Ἐπιστ. 5. ΙΙ παραμονεύω, ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ἦν; Σωκράτης οὗτος; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῡθα κατέκεισο; Πλάτ. Συμπ. 213B, Αἰλ. Π. Ζ. 6. 4. ΙΙΙ Παθ., ἐλλοχᾶσθαι κακοῑς, εἶναι πλήρη κακῶν, Ἀλκίφρ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tendre un piège : τινα à qqn.
Étymologie: ἐν, λόχος.

Spanish (DGE)

I 1intr., c. suj. de pers. estar emboscado ἐλλοχῶν ... πελταστικὸς ἀνήρ Pl.Tht.165d
c. suj. de anim. estar al acecho μέλισσαι Ael.NA 1.9, λέαινα ... Ael.NA 3.21, cf. 13.6
fig. c. suj. de abstr. ὅτῳ ... ἐλλοχῶσιν αἱ πλεονεξίαι καὶ ἐπιθυμίαι τῶν ἀδικιῶν Ph.2.253
tb. fig., del fuego residual estar latente Ph.2.505.
2 en v. med. estar lleno de asechanzas (τοῦ Νείλου) ταῖς δίναις ἐλλοχωμένου τοσούτοις κακοῖς Alciphr.4.18.16.
II tr. acechar c. suj. de anim. (θηρίον Ἰνδικόν) ἀναιρεῖ δὲ ἀνθρώπους πολλούς. καὶ οὐ καθ' ἕνα ἐλλοχᾷ Ctes.45d, οἱ δράκοντες ... ἐλλοχῶσι τὰς ποίμνας Ael.NA 2.21, cf. 6.4, οἱ πολύποδες ... τοὺς ἰχθῦς ἐλοχῶντες Ael.NA 7.11
c. suj. de pers. aguardar emboscado νεανίσκοι ... ἐνελόχησαν ἐπανιόντα (Σωκράτην) Ael.VH 9.29, cf. Fr.264
fig. de pers., ref. al acoso sexual ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατέκεισο Pl.Smp.213b.