ἐπικαρπία

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαρπία Medium diacritics: ἐπικαρπία Low diacritics: επικαρπία Capitals: ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: epikarpía Transliteration B: epikarpia Transliteration C: epikarpia Beta Code: e)pikarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A produce, crop, ἡ ἐπέτειος ἐ. Pl.Lg.955d, cf. IG12.328.11, Rev.Ét.Gr.10.29 (Thespiae, iii B.C.).    2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58.    3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας . . ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92.    4 profit, Arist.Pol.1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20.    5. tithe paid for the pasturage of cattle, Arist.Oec.1346a3.    6. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. NA2.8.

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Ggstz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rapport d’une propriété foncière, revenu foncier ; p. ext. revenu ou produit d’un capital ; fig. fruit, bénéfice (d’un travail, d’une qualité, etc.).
Étymologie: ἐπί, καρπός.

Greek Monolingual

η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.

Greek Monotonic

ἐπικαρπία: (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ. προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.