κακοζηλία

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοζηλία Medium diacritics: κακοζηλία Low diacritics: κακοζηλία Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΙΑ
Transliteration A: kakozēlía Transliteration B: kakozēlia Transliteration C: kakozilia Beta Code: kakozhli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unhappy imitation or rivalry, v.l. for -ζηλωσία, Plb.10.22.10 (ap. Suid. s.v. Φιλοποίμην).    II Rhet., of style, affectation, Luc.Salt. 82, Demetr.Eloc.189.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, schlechte, verkehrte Nachahmung; ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων Luc. Salt. 82; schlechter, verkehrter Eifer, Pol. 10, 25, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοζηλία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ κακόζηλος, ἀντίθετον τῷ εὐζηλία, Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, κακόζηλος μίμησις, «γίνεται δὲ ὥσπερ ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη κακοζηλία, ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais goût, affectation.
Étymologie: κακόζηλος.

Greek Monolingual

ἡ (AM κακοζηλία) κακόζηλος
(ρητ.) υπερβολική προσποίηση, επιτήδευση, εκζήτηση
μσν.-αρχ.
κακός ζήλος, κακή μίμηση.

Greek Monotonic

κᾰκοζηλία: ἡ, ατυχής μίμηση, προσποίηση, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοζηλία -ας, ἡ [κακόζηλος] ret. slechte smaak.