κραδάω
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
A = κραδαίνω, only in part., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213, Od.19.438; ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583, 20.423. II of trees, suffer from blight (κράδη 11), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδάω: ὡς τὸ κραδαίνω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ δόρυ κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, πάσχω ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται ὡσαύτως τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés;
c. κραδαίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κρᾰδάω: κουνώ, ταρακουνώ, μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens).