λύθρος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
(I)
λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)
1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)
2. κηλίδα από τέτοιο αίμα
3. το ακάθαρτο αίμα που βρίσκεται στη μήτρα της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῡτος», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) το αίμα
5. μτγν. ο ιός, το δηλητήριο της ύδρας
6. μτγν. ο χυμός της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. λύθρος λύθρον < θ. λυ-(πρβλ. λῦμα, λύμη) + επίθημα -θρος (πρβλ. ὄλε-θρος) ή -θρον (πρβλ. βέρε-θρον, μέλπη-θρον), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο ζευγάρι λύθρος και λύθρον είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποιος από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό πάντως να είναι προγενέστερος ο τ. λύθρον, ενώ ο τ. λύθρος να σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό επίθημα -θρος, κατά τα βρότος και ὄλεθρος. Το επίθημα του λύθρον εμφανίζεται στο ιλλυρικό τοπωνύμιο Ludrum (όπου το -d- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο dh)].———————— (II)
ο
βοτ. το τυπικό είδος της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λυθρίδες.