παμμήκης

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμήκης Medium diacritics: παμμήκης Low diacritics: παμμήκης Capitals: ΠΑΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: pammḗkēs Transliteration B: pammēkēs Transliteration C: pammikis Beta Code: pammh/khs

English (LSJ)

ες,

   A very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as Adv., πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.

German (Pape)

[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.

Greek Monolingual

παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

παμμήκης: -ες (μῆκος), πολύ μακρύς, μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμήκης -ες [πᾶς, μῆκος] zeer lang.