προσκαταγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταγιγνώσκω Medium diacritics: προσκαταγιγνώσκω Low diacritics: προσκαταγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proskatagignṓskō Transliteration B: proskatagignōskō Transliteration C: proskatagignosko Beta Code: proskatagignw/skw

English (LSJ)

   A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.).    II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.

German (Pape)

[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.

French (Bailly abrégé)

1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.