σπινθηρίζω

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπινθηρίζω Medium diacritics: σπινθηρίζω Low diacritics: σπινθηρίζω Capitals: ΣΠΙΝΘΗΡΙΖΩ
Transliteration A: spinthērízō Transliteration B: spinthērizō Transliteration C: spinthirizo Beta Code: spinqhri/zw

English (LSJ)

   A emit sparks, Thphr.HP3.8.7.    II cause the emission of sparks, Id.Sign.19, Plu.2.893d.

German (Pape)

[Seite 922] Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθηρίζω: ἐκπέμπω σπινθῆρας, σπιθοβολῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7, π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 19· οὕτω σπινθηριάω, Θεόδ. Πρόδρ.· σπινθηρακίζω, Νικήτ. Χρον. 17D. ΙΙ. προξενῶ τὴν ἐκπομπὴν σπινθήρων, Πλούτ. 2. 893C.

French (Bailly abrégé)

faire jaillir des étincelles.
Étymologie: σπινθήρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σπινθήρ(ας)]
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
νεοελλ.
1. (για κρασί) σπιθίζω
2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» — πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό
αρχ.
προκαλώ την εκπομπή σπινθήρων, κάνω κάτι να σπιθοβολεί.