συναπεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπεργάζομαι Medium diacritics: συναπεργάζομαι Low diacritics: συναπεργάζομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synapergázomai Transliteration B: synapergazomai Transliteration C: synapergazomai Beta Code: sunaperga/zomai

English (LSJ)

   A help in finishing or completing, Pl.R.443e, Ti.38e.    II σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, elaborate the plots by language and gestures, Arist.Po.1455a22,30; of an orator, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει help the effect by the use of gestures, etc., Id.Rh.1386a31.

German (Pape)

[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συναπεργάζομαι: ἀποθετ., ἀπεργάζομαι ὁμοῦ, τελειώνω ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων ὥστε νὰ φέρωσιν ἀποτέλεσμα ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· οὕτως ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.

French (Bailly abrégé)

1 aider à achever, à accomplir ou à exécuter;
2 venir en aide à, compléter ou achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, etc.).
Étymologie: σύν, ἀπεργάζομαι.

Greek Monolingual

Α ἀπεργάζομαι
1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.)
2. βελτιώνω
3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — βοηθώ με τη γλώσσα και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν αποτέλεσμα σε εκείνους που ακούν.

Greek Monolingual

Α ἀπεργάζομαι
1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.)
2. βελτιώνω
3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — βοηθώ με τη γλώσσα και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν αποτέλεσμα σε εκείνους που ακούν.

Greek Monotonic

συναπεργάζομαι: αποθ., βοηθώ στην επίτευξη ενός έργου, αποπερατώνω μαζί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απεργάζομαι helpen afmaken, mede tot stand brengen, met acc.: ταύτην τὴν ἕξιν σ. die dispositie helpen afmaken Plat. Resp. 443e; τοὺς μύθους... τῇ λέξει συναπεργάζεσθαι de plot mede afmaken door het taalgebruik Aristot. Poët. 1455a21.