συνέστιος

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέστῐος Medium diacritics: συνέστιος Low diacritics: συνέστιος Capitals: ΣΥΝΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: synéstios Transliteration B: synestios Transliteration C: synestios Beta Code: sune/stios

English (LSJ)

ον,

   A sharing one's hearth or house, S.OT249, E.Alc.1151; σύσσιτος καὶ σ. Pl.Ep.350c; ξυνέστιοι πόλεος his fellow-citizens, A.Th.773 (lyr.); σ. δαιτός, of a bottle, AP6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Pl.Euthphr.4b, cf. Lg.868e; ἀθανάτοισι σ. A.R.1.1319; ἀμβροσίῃσι σ. AP7.41; ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Opp.C.3.118: c. dat. pers. et gen. rei, χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι associates with me in the feast, E.El.784.    2 epith. of Zeus, guardian of the hearth, A.Ag. 703 (lyr.); σ. θεοί sharing the same hearth, i.e. temple, PGiss.99.26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1020] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie συνέστιος μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ σύσσιτος Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687.

Greek (Liddell-Scott)

συνέστιος: -ον, ὁ μετέχων τῆς ἑστίας, κατοικῶν ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ μετά τινος, σύνοικος, ξένος παραμένων μετά τινος, Λατιν. contubernalis, Σοφ. Ο. Τ. 249, Εὐριπ. Ἄλκ. 1151· σύσσιτος καὶ σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 350C· ― ξυνέστιοι πόλεος, οἱ συμπολῖται αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 773· συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, ἐπὶ λαγύνου οἴνου, Ἀνθ. Π. 6. 248· ― μετὰ δοτ. προσ., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Νόμ. 868Ε· ἀθανάτοισι σ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1319· Μούσαις Ἀνθ. Π. 7. 41· ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Ὀππ. Κυνηγ. 3. 118· μετὰ δοτ. προσ., ξ. ἐμοὶ θοίνῃ γενέσθαι Εὐρ. Ἠλ. 784. 2) ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, ὁ προστάτης τῆς ἑστίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 704.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui réside près du même foyer, qui habite la même maison que, τινι ; avec un gén. : ξυνέστιος πόλεως ESCHL concitoyen;
2 protecteur du foyer (Zeus).
Étymologie: σύν, ἑστία.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.
β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ.
γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.)
2. στενός φίλος, αδελφικός φίλος («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ σύνοικος καὶ συνοδοιπόρος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. συνέστιος
προσωνυμία του Διός και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έστιος (< ἑστία), πρβλ. παρ-έστιος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.
β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ.
γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.)
2. στενός φίλος, αδελφικός φίλος («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ σύνοικος καὶ συνοδοιπόρος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. συνέστιος
προσωνυμία του Διός και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έστιος (< ἑστία), πρβλ. παρ-έστιος].

Greek Monotonic

συνέστιος: -ον (ἑστία),
1. αυτός που μοιράζεται την οικογενειακή εστία ή την οικία με άλλον, συγκάτοικος, σύνοικος, φιλοξενούμενος, Λατ. contubernalis, σε Σοφ., Ευρ.· ξυνέστιοι πόλεος, συμπολίτες, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συνέστιός σοικαὶ ὁμοτράπεζος, σε Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., ξυνέστιος ἐμοὶ θοίνῃ, σύντροφοί μου στο συμπόσιο, συνδαιτυμόνες, ομοτράπεζοι.
2. λέγεται για τον Δία, προστάτης της οικογενειακής εστίας, σε Αισχύλ.