τροφαλίς

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφαλίς Medium diacritics: τροφαλίς Low diacritics: τροφαλίς Capitals: ΤΡΟΦΑΛΙΣ
Transliteration A: trophalís Transliteration B: trophalis Transliteration C: trofalis Beta Code: trofali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A fresh cheese, Eup.277, Antiph.49 (troch.); τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν a piece of Sicilian cheese, Ar.V.838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke, καλεῖ . . τὴν . . Τυρὼ τροφαλίδα Com.Adesp.393; τ. ὀβολιαῖαι Arist.HA522a31.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.Lex.13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), Hsch.; τὰς δέκα στρυ' φαλιδας (sic cod. A, ν superscr. A1) τοῦ γάλακτος LXX 1 Ki.17.18; a form τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of Com.Adesp. l.c.); Hsch. also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω 1 acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling τρυφ-, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. τρόφαλιν in Erot. s.v. τεθραμμένον must be an error.)

Greek (Liddell-Scott)

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ τρέφω Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν λέγω Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, τεμάχιον Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· ὅθεν ἡ ἐν λόγοις παιδιά: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ τύπος τρυφαλὶς εἶναι κοινὸς παρὰ μεταγεν., οἷον Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ τύπος τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως τραφαλλίς, τράφαλλος.: «τράφαλλος· ὁ χλωρὸς τυρός. οἱ δὲ τραφαλλίδα».

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fromage frais.
Étymologie: τρέφω.

Greek Monolingual

και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
νωπό, φρέσκο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα -αλ- + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. τροπ-αλ-ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, ενώ ο τ. τρυφαλίς με παρετυμολ. επίδραση του τρυφή.

Greek Monotonic

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ (τρέφω I), κομμάτι τυριού, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.