διαισθάνομαι

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαισθάνομαι Medium diacritics: διαισθάνομαι Low diacritics: διαισθάνομαι Capitals: ΔΙΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: diaisthánomai Transliteration B: diaisthanomai Transliteration C: diaisthanomai Beta Code: diaisqa/nomai

English (LSJ)

   A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.

German (Pape)

[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

percibir claramente, distinguir, discernir μίαν ἰδέαν Pl.Sph.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.R.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.Plt.277e, cf. Ti.87c, τὰς διαφοράς Arist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.Diu.Som.464b13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.Her.24.20
abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.

Greek Monolingual

(AM διαισθάνομαι)
προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο
αρχ.
κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά.

Greek Monotonic

διαισθάνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω σαφώς, διακρίνω εντελώς, τι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαισθάνομαι: (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.).